auditieren
 (fachspr.)  Verb

ελέγχω Verb
(0)
DeutschGriechisch
ISO/IEC 17021:2006 (Konformitätsbewertung — Anforderungen an Stellen, die Managementsysteme auditieren und zertifizieren);ISO/IEC 17021:2006 (Αξιολόγηση της συμμόρφωσης — Απαιτήσεις για τους φορείς που ελέγχουν και πιστοποιούν συστήματα διαχείρισης)·

Übersetzung bestätigt

ISO/IEC 17021:2011 über Anforderungen an Stellen, die Managementsysteme auditieren und zertifizierenΣτο παρόν μέρος του παραρτήματος 2 προβλέπονται οι όροι σύμφωνα με τους οποίους διενεργείται η διαδικασία αξιολόγησης των τεχνικών υπηρεσιών από την αρμόδια αρχή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του πρώτου μέρους του παρόντος παραρτήματος.

Übersetzung bestätigt

ISO/IEC 17021:2011 über Anforderungen an Stellen, die Managementsysteme auditieren und zertifizierenΔραστηριότητες που συνδέονται με τη συμμόρφωση της παραγωγής

Übersetzung bestätigt

EN ISO/IEC 17021:2006 über Anforderungen an Stellen, die Managementsysteme auditieren und zertifizieren.EN ISO/IEC 17021:2006 σχετικά με τις απαιτήσεις για τους φορείς που προβαίνουν στον έλεγχο και την πιστοποίηση των συστημάτων διαχείρισης.

Übersetzung bestätigt

Private Zertifizierungsstellen müssen gemäß EN ISO/IEC 17021 (Anforderungen an Stellen, die Managementsysteme auditieren und zertifizieren) oder EN ISO/IEC 17065 (Konformitätsbewertung — Anforderungen an Stellen, die Produkte, Prozesse und Dienstleistungen zertifizieren) für den Bereich der landwirtschaftlichen Erzeugung akkreditiert sein.Απαιτήσεις που ισχύουν στα εθνικά ή περιφερειακά καθεστώτα πιστοποίησης

Übersetzung bestätigt


Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ελέγχωελέγχουμε, ελέγχομεελέγχομαιελεγχόμαστε
ελέγχειςελέγχετεελέγχεσαιελέγχεστε, ελεγχόσαστε
ελέγχειελέγχουν(ε)ελέγχεταιελέγχονται
Imper
fekt
έλεγχαελέγχαμεελεγχόμουν(α)ελεγχόμαστε, ελεγχόμασταν
έλεγχεςελέγχατεελεγχόσουν(α)ελεγχόσαστε, ελεγχόσασταν
έλεγχεέλεγχαν, ελέγχαν(ε)ελεγχόταν(ε)ελέγχονταν, ελεγχόντανε, ελεγχόντουσαν
Aoristέλεγξαελέγξαμεελέγχθηκα, ελέγχτηκαελεγχθήκαμε, ελεγχτήκαμε
έλεγξεςελέγξατεελέγχθηκες, ελέγχτηκεςελεγχθήκατε, ελεγχτήκατε
έλεγξεέλεγξαν, ελέγξαν(ε)ελέγχθηκε, ελέγχτηκεελέγχθηκαν/ελέγχτηκαν, ελεγχθήκαν(ε)/ελεγχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ελέγξει
έχω ελεγμένο
έχουμε ελέγξει
έχουμε ελεγμένο
έχω ελεγχθεί
έχω ελεγχτεί
είμαι ελεγμένος, -η
έχουμε ελεγχθεί
έχουμε ελεγχτεί
είμαστε ελεγμένοι, -ες
έχεις ελέγξει
έχεις ελεγμένο
έχετε ελέγξει
έχετε ελεγμένο
έχεις ελεγχθεί
έχεις ελεγχτεί
είσαι ελεγμένος, -η
έχετε ελεγχθεί
έχετε ελεγχτεί
είστε ελεγμένοι, -ες
έχει ελέγξει
έχει ελεγμένο
έχουν ελέγξει
έχουν ελεγμένο
έχει ελεγχθεί
έχει ελεγχτεί
είναι ελεγμένος, -η, -ο
έχουν ελεγχθεί
έχουν ελεγχτεί
είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ελέγξει
είχα ελεγμένο
είχαμε ελέγξει
είχαμε ελεγμένο
είχα ελεγχθεί
είχα ελεγχτεί
ήμουν ελεγμένος, -η
είχαμε ελεγχθεί
είχαμε ελεγχτεί
ήμαστε ελεγμένοι, -ες
είχες ελέγξει
είχες ελεγμένο
είχατε ελέγξει
είχατε ελεγμένο
είχες ελεγχθεί
είχες ελεγχτεί
ήσουν ελεγμένος, -η
είχατε ελεγχθεί
είχατε ελεγχτεί
ήσαστε ελεγμένοι, -ες
είχε ελέγξει
είχε ελεγμένο
είχαν ελέγξει
είχαν ελεγμένο
είχε ελεγχθεί
είχε ελεγχτεί
ήταν ελεγμένος, -η, -ο
είχαν ελεγχθεί
είχαν ελεγχτεί
ήταν ελεγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ελέγχωθα ελέγχουμε, θα ελέγχομεθα ελέγχομαιθα ελεγχόμαστε
θα ελέγχειςθα ελέγχετεθα ελέγχεσαιθα ελέγχεστε, θα ελεγχόσαστε
θα ελέγχειθα ελέγχουν(ε)θα ελέγχεταιθα ελέγχονται
Fut
ur
θα ελέγξωθα ελέγξουμε, θα ελέγξομεθα ελεγχθώ, θα ελεγχτώθα ελεγχθούμε, θα ελεγχτούμε
θα ελέγξειςθα ελέγξετεθα ελεγχθείς, θα ελεγχτείςθα ελεγχθείτε, θα ελεγχτείτε
θα ελέγξειθα ελέγξουν(ε)θα ελεγχθεί, θα ελεγχτείθα ελεγχθούν(ε), θα ελεγχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ελέγξει
θα έχω ελεγμένο
θα έχουμε ελέγξει
θα έχουμε ελεγμένο
θα έχω ελεγχθεί
θα έχω ελεγχτεί
θα είμαι ελεγμένος, -η
θα έχουμε ελεγχθεί
θα έχουμε ελεγχτεί
θα είμαστε ελεγμένοι, -ες
θα έχεις ελέγξει
θα έχεις ελεγμένο
θα έχετε ελέγξει
θα έχετε ελεγμένο
θα έχεις ελεγχθεί
θα έχεις ελεγχτεί
θα είσαι ελεγμένος, -η
θα έχετε ελεγχθεί
θα έχετε ελεγχτεί
θα είστε ελεγμένοι, -ες
θα έχει ελέγξει
θα έχει ελεγμένο
θα έχουν ελέγξει
θα έχουν ελεγμένο
θα έχει ελεγχθεί
θα έχει ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένος, -η, -ο
θα έχουν ελεγχθεί
θα έχουν ελεγχτεί
θα είναι ελεγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ελέγχωνα ελέγχουμε, να ελέγχομενα ελέγχομαινα ελεγχόμαστε
να ελέγχειςνα ελέγχετενα ελέγχεσαινα ελέγχεστε, να ελεγχόσαστε
να ελέγχεινα ελέγχουν(ε)να ελέγχεταινα ελέγχονται
Aoristνα ελέγξωνα ελέγξουμε, να ελέγξομενα ελεγχθώ, να ελεγχτώνα ελεγχθούμε, να ελεγχτούμε
να ελέγξειςνα ελέγξετενα ελεγχθείς, να ελεγχτείςνα ελεγχθείτε, να ελεγχτείτε
να ελέγξεινα ελέγξουν(ε)να ελεγχθεί, να ελεγχτείνα ελεγχθούν(ε), να ελεγχτούν(ε)
Perfνα έχω ελέγξει
να έχω ελεγμένο
να έχουμε ελέγξει
να έχουμε ελεγμένο
να έχω ελεγχθεί
να έχω ελεγχτεί
να είμαι ελεγμένος, -η
να έχουμε ελεγχθεί
να έχουμε ελεγχτεί
να είμαστε ελεγμένοι, -ες
να έχεις ελέγξει
να έχεις ελεγμένο
να έχετε ελέγξει
να έχετε ελεγμένο
να έχεις ελεγχθεί
να έχεις ελεγχτεί
να είσαι ελεγμένος, -η
να έχετε ελεγχθεί
να έχετε ελεγχτεί
να είστε ελεγμένοι, -ες
να έχει ελέγξει
να έχει ελεγμένο
να έχουν ελέγξει
να έχουν ελεγμένο
να έχει ελεγχθεί
να έχει ελεγχτεί
να είναι ελεγμένος, -η, -ο
να έχουν ελεγχθεί
να έχουν ελεγχτεί
να είναι ελεγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presέλεγχεελέγχετεελέγχεστε
Aoristέλεγξεελέγξτε, ελέγξετεελέγξουελεγχθείτε, ελεγχτείτε
Part
izip
Presελέγχονταςελεγχόμενος
Perfέχοντας ελέγξει, έχοντας ελεγμένοελεγμένος, -η, -οελεγμένοι, -ες, -α
InfinAoristελέγξειελεγχθεί, ελεγχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback