Griechische Definition zu όχι
όχι [ói] : αποφατικό μόριο με επιρρηματική χρήση. I. ισοδυναμεί με αποφατική πρόταση. ANT ναι. 1α. ως σύντομη αρνητική απάντηση: Nα πάω μαζί τους; -όχι (να μην πας). Πάμε βόλτα; -όχι, καλύτερα να πάμε σινεμά, να μην πάμε βόλτα, καλύτερα να
Tελείωσες; -όχι ακόμη, δεν τελείωσα ακόμη. Mένεις μαζί τους; -όχι πια. Mετακόμισαν; - Aπ΄ ό,τι / από όσο ξέρω όχι, όχι δε μετακόμισαν. (έκφρ.) και ναι και όχι, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν έχει αποφασίσει αν θέλει να απαντήσει καταφατικά ή αποφατικά: Θέλεις να φύγουμε; - Kαι ναι και όχι, και θέλω και δε θέλω. ούτε ναι ούτε όχι, όταν θέλουμε να αποφύγουμε κατηγορηματική απάντηση, σε υπεκφυγή. ΦΡ (προφ.) όχι. - Οχιά*. β. συνήθ. όχι ευχαριστώ, απάντηση σε προσφορά ή σε πρόταση: Nα σου προσφέρουμε ένα γλυκό; -όχι τώρα, αργότερα ίσως / όχι ευχαριστώ. || (ειρ.) για κτ. που θεωρείται βλαβερό, επικίνδυνο: Tσιγάρο; -όχι ευχαριστώ. Πυρηνική ενέργεια; όχι ευχαριστώ, να μου λείπει! γ. σε αρνητική πρόταση για να δηλώσει ο ομιλητής ευγενικά συγκατάθεση: Θα πιεις ένα ποτηράκι; - Δε θα ΄λεγα όχι, θα πιω ένα ποτηράκι. δ. σε στερεότυπη εκφορά: όχι βέβαια, σε αυτονόητη άρνηση: Σκοπεύεις να τους βοηθήσεις; -όχι βέβαια, σε καμία περίπτωση. όχι δα, σε έκπληξη ή δυσπιστία: όχι δα, δεν είναι αλήθεια. όχι κι έτσι, έντονη αποδοκιμασία: Είπαμε να τον ανεχτούμε αλλά όχι κι έτσι, αυτός το παράκανε. όχι λόγια· έργα, να αφήσουμε τα λόγια και να πιάσουμε δουλειά. || πώς όχι, ως καταφατική απάντηση σε αρνητική ερώτηση: Δε θα με βοηθήσεις; - Πώς όχι, ναι, θα σε βοηθήσω. [...]
http://www.greek-language.gr