Griechische Definition zu όσος
όσος, αντων. 
Αναφορ. αντων. 
1) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. πρόταση) με ποσοτική σημασ. 
α) (με ή χωρίς προσδιοριζόμενο ουσ.) αναφέρεται 
α1) στην αντίστοιχή της δεικτ. αντων. 
τόσος που υπάρχει ή εννοείται
: (Πανώρ. Αφ. 27), (Ασσίζ. 1565), (Μαχ. 58824)· 
 α2) στις δεικτ. αντων. 
εκείνος, τούτος, τοιούτος, επεσαύτος, ετεσαύτος: εκείνα γράφω … όσα κινούν προς οίκτον  (Προδρ. II 11, 12)· 
όσοι ουδέν σε κολακεύουν … τούτους έχε πάντως φίλους  (Πτωχολ. α 381· Έκθ. χρον. 7414), (Ασσίζ. 4265)· 
   (το ουδ. έναρθρ.)
: να ακολουθήσω εκείνο το όσον με προστάξεις  (Μπερτόλδος 81)· 
α3) στα επίθ. 
πας, άπας: (Πουλολ. 120), (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 12)· 
 α4) στο επίθ. 
όλος = όσος, αυτός που
: όσοι κατοικούσινε εις τα περίγυρα, ούλοι σκλάβοι είναι  (Ερωτόκρ. Ά 683)· 
 (με εννοούμενο το επίθ. 
όλος)
: να πλερώσουν όσα αφήκεν ο κύρης του … και όσους εχρώστεν  (Μαχ. 544· Φαλιέρ., Ιστ. 257)· 
α5) σε ουσ. της προσδιοριζόμενης πρότασης
: (Λίβ. Esc. 4265), (Πόλ. Τρωάδ. 4290)· 
 β) (ως επίθ. προσδ. ουσ.) όσος, πολύς
: (Ερωτόκρ. Ά 834), (Ερωφ. Δ́ 689), (Κυπρ. ερωτ. 6918)· 
έκφρ. όση δύναμις, βλ. δύναμις 3α έκφρ. 
 2) Με αόριστη σημασ. 
α) (με ή χωρίς προσδιοριζόμενο ουσ.· φανερώνει επίδοση ή παραχώρηση) με επόμ. τα 
αν, και (αν), καν, θέλω να οσοσδήποτε
: όσοι κι αν είστε, ελάτε  (Ερωτόκρ. Β́ 963· Έκθ. χρον. 515)· 
όσα καν λέγει (ενν. η γυναίκα) βάσταζε  (Προδρ. I 159· Ερωφ. Αφ. 61)· 
 β) (το ουδ. αοριστολογικά) ό,τι, οτιδήποτε
: (Χρον. Μορ. H 8850)· 
είμαι αφέντης … εις τον Μορέαν, να ποιήσω όσον θέλω  (Χρον. Μορ. H 8735). 
  3) (Εισάγει δευτερεύουσα αναφορ. συμπερασμ. πρόταση) ώστε (εδώ με έναρθρ. απαρέμφ.)
: δίδει τον καθέκαστον όσον του χορτασθήναι  (Απολλών. 127). 
 4) (Εισάγει δευτερεύσα πλάγια ερωτ. πρόταση) πόσος
: (Διγ. Gr. 3476). 
 [αρχ. αντων. όσος. Η λ. και σήμ.]
 [...]
http://www.greek-language.gr