χήρα altgriechisch χήρα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ως «συντάξεις επιζώντων» νοούνται οι περιοδικές πληρωμές προς άτομα που τις δικαιούνται λόγω της συγγένειάς τους με τον αποθανόντα ασφαλισμένο ο οποίος καλυπτόταν από το σύστημα (χήρες, χήροι, ορφανά και εξομοιούμενα προς αυτούς άτομα). | „Hinterbliebenenrenten“ sind regelmäßige Zahlungen an Personen (Witwen, Witwer, Waisen usw.), deren Anspruch auf der Verwandtschaft mit einer im System geschützten Person beruht, die verstorben ist. Übersetzung bestätigt |
Πληροφορίες σχετικά με τις χήρες/χήρους που υποβάλλουν αίτηση για πολωνική σύνταξη επιζώντων | Angaben zu Witwen/Witwern, die eine polnische Hinterbliebenenrente beantragen Übersetzung bestätigt |
Συμπληρώνεται για αιτούντες (χήρους/χήρες) οι οποίοι, τη στιγμή θανάτου της/του συζύγου τους, δεν είχαν παιδιά, συμπεριλαμβανομένων των υιοθετημένων παιδιών. | Auszufüllen von Antragstellern (Witwe/Witwern), die zum Zeitpunkt des Todes ihres Ehepartners keine leiblichen oder an Kindes Statt angenommenen Kinder hatten. Übersetzung bestätigt |
Ο αιτών (χήρος/χήρα) ήταν παντρεμένος περισσότερες από μία φορά; | War der Antragsteller (Witwe/Witwer) mehr als ein Mal verheiratet? Übersetzung bestätigt |
Η χήρα και η διαζευγμένη ή η σε διάσταση σύζυγος που έχει υπερβεί το 62ο έτος της ηλικίας της μπορεί να δικαιούται σύνταξη γήρατος. | Die Witwe, die geschiedene oder getrennt lebende Ehefrau über 62 Jahre haben möglicherweise Anspruch auf Altersrente. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
χήρα η [xíra] : γυναίκα της οποίας ο άντρας έχει πεθάνει: Έμεινε νέα χήρα, αλλά δεν ξαναπαντρεύτηκε. Είναι η χήρα του τάδε. Οι χήρες και τα ορφανά, ως χαρακτηριστική κατηγορία ατόμων που έχουν ανάγκη από προστασία. Ο οβολός της χήρας, για να δηλώσουμε ελάχιστη οικονομική εισφορά, δοσμένη όμως από το υστέρημα. Εύθυμη χήρα, ειρωνικά, για γυναίκα που δεν κρατάει πένθος για τον άντρα της. ΦΡ (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι, για κπ. που βιάζεται πολύ, που αδημονεί για κτ. ΠAΡ Kλαίν΄* οι χήρες, κλαίν΄ κι οι παντρεμένες. || (ως επίθ.): χήρα γυναίκα.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.