φθινόπωρο altgriechisch φθινόπωρον φθίνω (=λιγοστεύω) + ὀπώρα (=φρούτο)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εξάλλου, τα δεδομένα που προσκόμισε η Ιταλία δεν επιτρέπουν να συναγάγει κανείς τον εξαιρετικό χαρακτήρα της ξηρασίας, αλλά μάλλον τον χρόνιο χαρακτήρα της: από το φθινόπωρο του 1999 (με εξαίρεση τον Νοέμβριο του 2001), υπήρξε μια μακρά περίοδος ξηρασίας. | Im Übrigen lässt sich aus den von Italien vorgelegten Zahlen nicht auf den außergewöhnlichen Charakter der Dürre schließen, sondern vielmehr auf einen chronischen Charakter: Seit dem Herbst 1999 herrschte (mit Ausnahme des Novembers 2001) eine lang anhaltende Dürre vor. Übersetzung bestätigt |
Η IFB πούλησε το φθινόπωρο του 2006 την εκ 30 % συμμετοχή της στην εταιρία Nord France Terminal International OU (εφεξής NFTI-ou) στην εταιρία CMA-CGM. | IFB verkaufte ihre Beteiligung von 30 % an der Gesellschaft Nord France Terminal International OU (im Folgenden: NFTI-ou) im Herbst 2006 an CMA-CGM. Übersetzung bestätigt |
Επιστημονικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο: το φθινόπωρο του 2009 θα πραγματοποιηθεί δεύτερη σύνοδος του Επιστημονικού Συμβουλευτικού Συμβουλίου στη Χάγη. | Wissenschaftlicher Beirat: Im Herbst 2009 wird die zweite Tagung des Wissenschaftlichen Beirats in Den Haag stattfinden. Übersetzung bestätigt |
Δεν διασπείρεται ζωική κοπριά το φθινόπωρο, πριν από την καλλιέργεια χόρτου. | Vor der Ansaat von Gras im Herbst darf kein Tierdung ausgebracht werden. Übersetzung bestätigt |
Λόγω κατά κύριο λόγο των απροσδόκητα ισχυρών επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε από το φθινόπωρο 2007 και ύστερα, το PBR παρουσίασε έντονη αναθεώρηση των μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών προβολών προς τα κάτω. | Unter anderem aufgrund der unerwartet starken negativen Auswirkungen der ab dem Herbst 2007 eingetretenen weltweiten Finanzkrise wurden die mittelfristigen makroökonomischen Projektionen darin deutlich nach unten korrigiert. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
χινόπωρο |
μετόπωρον |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Herbst |
φθινόπωρο το [fθinóporo] : α. (αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, ανάμεσα στο καλοκαίρι και στο χειμώνα, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Σεπτεμβρίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Δεκεμβρίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Nοέμβριο: Zεστό / βροχερό / πρώιμο φθινόπωρο. Tο φθινόπωρο είναι η εποχή του οργώματος / που πέφτουν τα φύλλα των δέντρων. || (μτφ.): Tο φθινόπωρο της ζωής, η ηλικία που αρχίζουν τα γηρατειά. β. κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου: Tα σταφύλια ωριμάζουν το φθινόπωρο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.