υπουργείο υπουργός altgriechisch ὑπουργός (που προσφέρει έργο) ὑπό + ἔργον
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Με την προοπτική αυτή, η Eridania Sadam υπέβαλε στις 30 Απριλίου 2007 στο υπουργείο γεωργικής, διατροφικής και δασικής πολιτικής ένα «σχέδιο αναδιάρθρωσης του ζαχαρουργείου του Villasor». | Unter diesem Aspekt legte Eridania Sadam dem Ministerium für Landwirtschafts-, Nahrungsmittelund Forstwirtschaftspolitik am 30. April 2007 einen „Entwurf für die Umwandlung der Zuckerfabrik Villasor“ vor. Übersetzung bestätigt |
Αρμόδιο(-α) υπουργείο(-α)/αρμόδια(-ες) αρχή(-ές): | Zuständige Ministerien/Behörden: Übersetzung bestätigt |
Αρμόδιο(-α) υπουργείο(-α)/αρμόδια(-ες) αρχή(-ές) και σχετικές αρμοδιότητες στον αντίστοιχο τομέα: | Zuständige Ministerien/Behörden: Übersetzung bestätigt |
Ουσιαστικά, όπως ανέφεραν οι ισπανικές αρχές, προσκομίζοντας μεταξύ άλλων τα πρακτικά διαφόρων συνεδριάσεων, οι αρμοδιότητες αυτές μεταβιβάστηκαν από το υπουργείο στον CDTI κατά τη διάρκεια μιας αρκετά μακράς χρονικής περιόδου. | Tatsächlich sind, wie von Spanien angegeben und unter anderem durch Vorlage mehrerer Sitzungsprotokolle belegt, diese Kompetenzen vom Ministerium auf das CDTI übergegangen, wobei sich diese Kompetenzübergabe über einen längeren Zeitraum hinzog. Übersetzung bestätigt |
Η ITP υπέβαλε αίτηση ενίσχυσης υπό γενικούς όρους τον Ιούνιο 2004 με μια πρώτη επιστολή που απέστειλε στο Υπουργείο Βιομηχανίας, Τουρισμού και Εμπορίου (που καλείται στο εξής: «υπουργείο»). | ITP ersuchte im Juni 2004 mit einem ersten an das Ministerium für Industrie, Fremdenverkehr und Handel (Ministerio de Industria, Turismo y Comercio — im Folgenden „das Ministerium“) ganz allgemein um eine Beihilfe. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
υπουργείο εμπορίου |
υπουργείο Εσωτερικών |
υπουργείο μεταφορών |
Υπουργείο Εξωτερικών |
υπουργείο εθνικής άμυνας |
Deutsche Synonyme |
---|
Ministerium |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Ministerium | die Ministerien |
Genitiv | des Ministeriums | der Ministerien |
Dativ | dem Ministerium | den Ministerien |
Akkusativ | das Ministerium | die Ministerien |
υπουργείο το [ipurjío] : 1.η ανώτατη διοικητική αρχή ενός κρατικού τομέα: Yπουργείο Εσωτερικών / Εξωτερικών. Aπόφαση / διάταγμα / νομοσχέδιο / αρμοδιότητες του Yπουργείου Παιδείας. Διευθυντής / τμηματάρχης / γραμματέας υπουργείου. || το σύνολο των πολιτικών και διοικη τικών καθηκόντων ενός υπουργού: Aνέλαβε το Yπουργείο Πολιτισμού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.