τρελαίνω Verb  [treleno, trelainw]

(2)

Etymologie zu τρελαίνω

τρελαίνω τρελός


GriechischDeutsch
Αφού δεν μπορώ να τα αναλάβω όλα μόνη μου και τρελαίνω τους γύρω μου λέω να τ' αναθέσω όλα σ' έναν ειδικό.Nun, ich will nicht alles alleine planen und die Leute verrückt machen, deshalb werde ich es einem Experten überlassen.

Übersetzung nicht bestätigt

Πρέπει να σε τρελαίνω.Das muss dich verrückt machen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu τρελαίνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
τρελαίνωτρελαίνουμε, τρελαίνομετρελαίνομαιτρελαινόμαστε
τρελαίνειςτρελαίνετετρελαίνεσαιτρελαίνεστε, τρελαινόσαστε
τρελαίνειτρελαίνουν(ε)τρελαίνεταιτρελαίνονται
Imper
fekt
τρέλαινατρελαίναμετρελαινόμουν(α)τρελαινόμαστε, τρελαινόμασταν
τρέλαινεςτρελαίνατετρελαινόσουν(α)τρελαινόσαστε, τρελαινόσασταν
τρέλαινετρέλαιναν, τρελαίναν(ε)τρελαινόταν(ε)τρελαίνονταν, τρελαινόντανε, τρελαινόντουσαν
Aoristτρέλανατρελάναμετρελάθηκατρελαθήκαμε
τρέλανεςτρελάνατετρελάθηκεςτρελαθήκατε
τρέλανετρέλαναν, τρελάναν(ε)τρελάθηκετρελάθηκαν, τρελαθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω τρελάνει
έχω τρελαμένο
έχουμε τρελάνει
έχουμε τρελαμένο
έχω τρελαθεί
είμαι τρελαμένος, -η
έχουμε τρελαθεί
είμαστε τρελαμένοι, -ες
έχεις τρελάνει
έχεις τρελαμένο
έχετε τρελάνει
έχετε τρελαμένο
έχεις τρελαθεί
είσαι τρελαμένος, -η
έχετε τρελαθεί
είστε τρελαμένοι, -ες
έχει τρελάνει
έχει τρελαμένο
έχουν τρελάνει
έχουν τρελαμένο
έχει τρελαθεί
είναι τρελαμένος, -η, -ο
έχουν τρελαθεί
είναι τρελαμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα τρελάνει
είχα τρελαμένο
είχαμε τρελάνει
είχαμε τρελαμένο
είχα τρελαθεί
ήμουν τρελαμένος, -η
είχαμε τρελαθεί
ήμαστε τρελαμένοι, -ες
είχες τρελάνει
είχες τρελαμένο
είχατε τρελάνει
είχατε τρελαμένο
είχες τρελαθεί
ήσουν τρελαμένος, -η
είχατε τρελαθεί
ήσαστε τρελαμένοι, -ες
είχε τρελάνει
είχε τρελαμένο
είχαν τρελάνει
είχαν τρελαμένο
είχε τρελαθεί
ήταν τρελαμένος, -η, -ο
είχαν τρελαθεί
ήταν τρελαμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα τρελαίνωθα τρελαίνουμε, θα τρελαίνομεθα τρελαίνομαιθα τρελαινόμαστε
θα τρελαίνειςθα τρελαίνετεθα τρελαίνεσαιθα τρελαίνεστε, θα τρελαινόσαστε
θα τρελαίνειθα τρελαίνουν(ε)θα τρελαίνεταιθα τρελαίνονται
Fut
ur
θα τρελάνωθα τρελάνουμε, θα τρελάνομεθα τρελαθώθα τρελαθούμε
θα τρελάνειςθα τρελάνετεθα τρελαθείςθα τρελαθείτε
θα τρελάνειθα τρελάνουν(ε)θα τρελαθείθα τρελαθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω τρελάνει
θα έχω τρελαμένο
θα έχουμε τρελάνει
θα έχουμε τρελαμένο
θα έχω τρελαθεί
θα είμαι τρελαμένος, -η
θα έχουμε τρελαθεί
θα είμαστε τρελαμένοι, -ες
θα έχεις τρελάνει
θα έχεις τρελαμένο
θα έχετε τρελάνει
θα έχετε τρελαμένο
θα έχεις τρελαθεί
θα είσαι τρελαμένος, -η
θα έχετε τρελαθεί
θα είστε τρελαμένοι, -ες
θα έχει τρελάνει
θα έχει τρελαμένο
θα έχουν τρελάνει
θα έχουν τρελαμένο
θα έχει τρελαθεί
θα είναι τρελαμένος, -η, -ο
θα έχουν τρελαθεί
θα είναι τρελαμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να τρελαίνωνα τρελαίνουμε, να τρελαίνομενα τρελαίνομαινα τρελαινόμαστε
να τρελαίνειςνα τρελαίνετενα τρελαίνεσαινα τρελαίνεστε, να τρελαινόσαστε
να τρελαίνεινα τρελαίνουν(ε)να τρελαίνεταινα τρελαίνονται
Aoristνα τρελάνωνα τρελάνουμε, να τρελάνομενα τρελαθώνα τρελαθούμε
να τρελάνειςνα τρελάνετενα τρελαθείςνα τρελαθείτε
να τρελάνεινα τρελάνουν(ε)να τρελαθείνα τρελαθούν(ε)
Perfνα έχω τρελάνει
να έχω τρελαμένο
να έχουμε τρελάνει
να έχουμε τρελαμένο
να έχω τρελαθεί
να είμαι τρελαμένος, -η
να έχουμε τρελαθεί
να είμαστε τρελαμένοι, -ες
να έχεις τρελάνει
να έχεις τρελαμένο
να έχετε τρελάνει
να έχετε τρελαμένο
να έχεις τρελαθεί
να είσαι τρελαμένος, -η
να έχετε τρελαθεί
να είστε τρελαμένοι, -ες
να έχει τρελάνει
να έχει τρελαμένο
να έχουν τρελάνει
να έχουν τρελαμένο
να έχει τρελαθεί
να είναι τρελαμένος, -η, -ο
να έχουν τρελαθεί
να είναι τρελαμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presτρέλαινετρελαίνετετρελαίνεστε
Aoristτρέλανετρελάνετετρελαθείτε
Part
izip
Presτρελαίνοντας
Perfέχοντας τρελάνει, έχοντας τρελαμένοτρελαμένος, -η, -οτρελαμένοι, -ες, -α
InfinAoristτρελάνειτρελαθεί



Griechische Definition zu τρελαίνω

τρελαίνω [treléno] -ομαι : I. κάνω κπ. να παραφρονήσει, τον κάνω τρελόI1α: Πολλοί αιχμάλωτοι τρελάθηκαν από τα φρικτά βασανιστήρια. Tον τρέλαναν οι αλλεπάλληλες συμφορές. || Tρελάθηκε, έπαθε τρέλα. II. (μτφ.) 1α. (παθ.) συμπεριφέρομαι, ενεργώ απερίσκεπτα, ανόητα: Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί. Tρελάθηκες; πού θα πας με τέτοιο κρύο! Γύρνα πίσω, τρελαμένε! β. κάνω κπ. να υποφέρει πολύ ή τον εκνευρίζω πολύ: Mε τρέλανε ο πονοκέφαλος. Tον τρέλαναν στο ξύλο. Mε τρέλανες με τις φωνές σου. Tρελάθηκα στην πείνα / από την αγωνία. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback