{το}  τηλεσκόπιο Subst.  [tileskopio, thleskopio]

{das}    Subst.
(258)
{das}  
Fernrohr (ugs.)
  Subst.
(15)

Etymologie zu τηλεσκόπιο

τηλεσκόπιο (Wort verwendet ab 1766) τηλεσκόπιον telescopium (λέξη που είχε πλαστεί von Ιωάννη Δημησιάνο και καθιερώθηκε το 1611, von ίδιο το Γαλιλαίο για τη "διόπτρα" του) τηλε- (μακριά) + σκοπέω-ῶ (παρατηρώ)


GriechischDeutsch
Κιάλια, μονοκιάλια και άλλα οπτικά τηλεσκόπια· άλλα αστρονομικά όργανα· οπτικά μικροσκόπιαFerngläser, Fernrohre, optische Teleskope und andere astronomische Instrumente und Montierungen dafür; optische Mikroskope

Übersetzung bestätigt

Άλλα όργανα (εκτός από διόπτρες), όπως τα οπτικά τηλεσκόπιαAndere Instrumente (z. B. Fernrohre, astronomische Fernrohre, optische Teleskope)

Übersetzung bestätigt

Διόπτρες με δύο οπτικά πεδία, διόπτρες με ένα οπτικό πεδίο, τηλεσκόπια οπτικά και οι βάσεις τουςFerngläser, Fernrohre, optische Teleskope und Montierungen dafür

Übersetzung bestätigt

Μέρη και εξαρτήματα για διόπτρες με δύο οπτικά πεδία, διόπτρες με ένα οπτικό πεδίο, αστρονομικές διόπτρες, οπτικά τηλεσκόπια και άλλα αστρονομικά όργανα, π.δ.κ.α.Teile und Zubehör für Ferngläser, Fernrohre, astronomische Fernrohre, optische Teleskope und andere astronomische Instrumente, a.n.g.

Übersetzung bestätigt

Διόπτρες με ένα οπτικό πεδίο, αστρονομικές διόπτρες, οπτικά τηλεσκόπια και άλλα αστρονομικά όργανα (εκτός από διόπτρες με δύο οπτικά πεδία, όργανα ραδιοαστρονομίας και άλλα όργανα και συσκευές που δεν κατονομάζονται ούτε περιλαμβάνονται αλλού)Fernrohre, astronomische Fernrohre, optische Teleskope und andere astronomische Instrumente (ausg. Ferngläser, Instrumente für Radioastronomie und andere, anderweit genannte oder inbegriffene Instrumente, Apparate und Geräte)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu τηλεσκόπιο

τηλεσκόπιο το [tileskópio] : οπτικό όργανο που αποτελείται από ένα σωλήνα με ισχυρούς φακούς στα άκρα του, κατάλληλο για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται πολύ μακριά και κυρίως των ουράνιων σωμάτων: Kατοπτρικό / ανακλαστικό τηλεσκόπιο. Mεσημβρινό τηλεσκόπιο. Tα αστεροσκοπεία διαθέτουν ισχυρότατα τηλεσκόπια.

[λόγ. < νλατ. telescopium < tele- = τηλε- + αρχ. σκοπ(ῶ) ή αρχ. τηλεσκόπ(ος) `που βλέπει μακριά΄ -ium = -ιον]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback