συνηθίζω mittelgriechisch συνηθίζω συνήθης
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συνηθίζω | συνηθίζουμε, συνηθίζομε |
συνηθίζεις | συνηθίζετε | ||
συνηθίζει | συνηθίζουν(ε) | ||
Imper fekt | συνήθιζα | συνηθίζαμε | |
συνήθιζες | συνηθίζατε | ||
συνήθιζε | συνήθιζαν, συνηθίζαν(ε) | ||
Aorist | συνήθισα | συνηθίσαμε | |
συνήθισες | συνηθίσατε | ||
συνήθισε | συνήθισαν, συνηθίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συνηθίσει | έχουμε συνηθίσει | |
έχεις συνηθίσει | έχετε συνηθίσει | ||
έχει συνηθίσει | έχουν συνηθίσει | ||
Plu per fekt | είχα συνηθίσει | είχαμε συνηθίσει | |
είχες συνηθίσει | είχατε συνηθίσει | ||
είχε συνηθίσει | είχαν συνηθίσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συνηθίζω | θα συνηθίζουμε, θα συνηθίζομε | |
θα συνηθίζεις | θα συνηθίζετε | ||
θα συνηθίζει | θα συνηθίζουν(ε) | ||
Fut ur | θα συνηθίσω | θα συνηθίσουμε, θα συνηθίζομε | |
θα συνηθίσεις | θα συνηθίσετε | ||
θα συνηθίσει | θα συνηθίσουν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συνηθίσει | θα έχουμε συνηθίσει | |
θα έχεις συνηθίσει | θα έχετε συνηθίσει | ||
θα έχει συνηθίσει | θα έχουν συνηθίσει | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συνηθίζω | να συνηθίζουμε, να συνηθίζομε |
να συνηθίζεις | να συνηθίζετε | ||
να συνηθίζει | να συνηθίζουν(ε) | ||
Aorist | να συνηθίσω | να συνηθίσουμε, να συνηθίσομε | |
να συνηθίσεις | να συνηθίσετε | ||
να συνηθίσει | να συνηθίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω συνηθίσει | να έχουμε συνηθίσει | |
να έχεις συνηθίσει | να έχετε συνηθίσει | ||
να έχει συνηθίσει | να έχουν συνηθίσει | ||
Imper ativ | Pres | συνήθιζε | συνηθίζετε |
Aorist | συνήθισε | συνηθίστε | |
Part izip | Pres | συνηθίζοντας | |
Perf | έχοντας συνηθίσει | ||
Infin | Aorist | συνηθίσει |
συνηθίζω [siniθízo] -ομαι μππ. συνηθισμένος* : 1α.κάνω κτ. συχνά και συστηματικά, έχω τη συνήθεια να κάνω κτ.: Συνήθιζε να χρησιμοποιεί ρητά και παροιμίες όταν μιλούσε. Δε συνηθίζω να κατακρίνω τους άλλους. Δεν το συνηθίζω να κοιμάμαι το μεσημέρι. β. με μακροχρόνια άσκηση αποκτώ κάποια δεξιότητα ή την ικανότητα προσαρμογής σε κάποια κατάσταση· μαθαίνω: Δε συνήθισε ακόμη τη χρήση της καινούριας μηχανής. H ξενιτιά / η φτώχεια δε συνηθίζεται. Tο μάτι συνηθίζει σιγά σιγά στο σκοτάδι. Tι είναι ο άνθρωπος όλα τα συνηθίζει! || εξοικειώνω κπ. σε κτ.: Tα παιδιά να τα συνηθίζεις από μικρά στην καθαριότητα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.