συνηθίζω Verb  [sinithizo, synhthizw]

(0)
(0)

Etymologie zu συνηθίζω

συνηθίζω mittelgriechisch συνηθίζω συνήθης


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme

Grammatik

Grammatik zu συνηθίζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
συνηθίζωσυνηθίζουμε, συνηθίζομε
συνηθίζειςσυνηθίζετε
συνηθίζεισυνηθίζουν(ε)
Imper
fekt
συνήθιζασυνηθίζαμε
συνήθιζεςσυνηθίζατε
συνήθιζεσυνήθιζαν, συνηθίζαν(ε)
Aoristσυνήθισασυνηθίσαμε
συνήθισεςσυνηθίσατε
συνήθισεσυνήθισαν, συνηθίσαν(ε)
Per
fekt
έχω συνηθίσειέχουμε συνηθίσει
έχεις συνηθίσειέχετε συνηθίσει
έχει συνηθίσειέχουν συνηθίσει
Plu
per
fekt
είχα συνηθίσειείχαμε συνηθίσει
είχες συνηθίσειείχατε συνηθίσει
είχε συνηθίσειείχαν συνηθίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συνηθίζωθα συνηθίζουμε, θα συνηθίζομε
θα συνηθίζειςθα συνηθίζετε
θα συνηθίζειθα συνηθίζουν(ε)
Fut
ur
θα συνηθίσωθα συνηθίσουμε, θα συνηθίζομε
θα συνηθίσειςθα συνηθίσετε
θα συνηθίσειθα συνηθίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συνηθίσειθα έχουμε συνηθίσει
θα έχεις συνηθίσειθα έχετε συνηθίσει
θα έχει συνηθίσειθα έχουν συνηθίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συνηθίζωνα συνηθίζουμε, να συνηθίζομε
να συνηθίζειςνα συνηθίζετε
να συνηθίζεινα συνηθίζουν(ε)
Aoristνα συνηθίσωνα συνηθίσουμε, να συνηθίσομε
να συνηθίσειςνα συνηθίσετε
να συνηθίσεινα συνηθίσουν(ε)
Perfνα έχω συνηθίσεινα έχουμε συνηθίσει
να έχεις συνηθίσεινα έχετε συνηθίσει
να έχει συνηθίσεινα έχουν συνηθίσει
Imper
ativ
Presσυνήθιζεσυνηθίζετε
Aoristσυνήθισεσυνηθίστε
Part
izip
Presσυνηθίζοντας
Perfέχοντας συνηθίσει
InfinAoristσυνηθίσει



Griechische Definition zu συνηθίζω

συνηθίζω [siniθízo] -ομαι μππ. συνηθισμένος* : 1α.κάνω κτ. συχνά και συστηματικά, έχω τη συνήθεια να κάνω κτ.: Συνήθιζε να χρησιμοποιεί ρητά και παροιμίες όταν μιλούσε. Δε συνηθίζω να κατακρίνω τους άλλους. Δεν το συνηθίζω να κοιμάμαι το μεσημέρι. β. με μακροχρόνια άσκηση αποκτώ κάποια δεξιότητα ή την ικανότητα προσαρμογής σε κάποια κατάσταση· μαθαίνω: Δε συνήθισε ακόμη τη χρήση της καινούριας μηχανής. H ξενιτιά / η φτώχεια δε συνηθίζεται. Tο μάτι συνηθίζει σιγά σιγά στο σκοτάδι. Tι είναι ο άνθρωπος… όλα τα συνηθίζει! || εξοικειώνω κπ. σε κτ.: Tα παιδιά να τα συνηθίζεις από μικρά στην καθαριότητα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback