στιγματίζω Verb  [stigmatizo, stirmatizo, stigmatizw]

  Verb
(0)

Etymologie zu στιγματίζω

στιγματίζω στίζω


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu στιγματίζω

στιγματίζω [stiγmatízo] -ομαι : α. κατηγορώ, επικρίνω κτ. ή κπ. με οξύτητα, επισημαίνοντας τον ιδιαίτερα αρνητικό χαρακτήρα των ενεργειών του, τον στηλιτεύω: Φαινόμενα ηθικής παρακμής πρέπει να στιγματίζονται. Στιγματίστηκε δημόσια για την ανέντιμη διαγωγή του. β. αποδίδω σε κπ. ένα βαρύ χαρακτηρισμό, που έχει ως αποτέλεσμα την οριστι κή ηθική του μείωση ή εξόντωση: H κοινωνία τον στιγμάτισε ως ψεύτη. Οι ανήλικοι παραβάτες του νόμου δεν πρέπει να στιγματίζονται με τη δημοσίευση των ονομάτων τους. Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.

[λόγ. < ελνστ. στιγματίζω `σημα δεύω΄ σημδ. γαλλ. stigmatiser & αγγλ. stigmatize < ελνστ. στιγματίζω (δες στο στίγμα)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback