σιδερώνω Verb  [siderono, sitherono, siderwnw]

bügeln (ugs.)
  Verb
(4)
  Verb
(1)
ausbügeln (ugs.)
  Verb
(0)

Etymologie zu σιδερώνω

σιδερώνω σίδερο + -ώνω


GriechischDeutsch
Κάποιος είναι στην πόρτα Πλένω τις κάλτσες του,σιδερώνω τα πουκάμισα του...Seine Socken waschen, seine Hemden bügeln...

Übersetzung nicht bestätigt

Τον ήθελα σπίτι, να πλένω και να σιδερώνω τα ρούχα του...Seine Socken stopfen und Hemden bügeln. Ich wollte ein richtiges Heim und ein Kind.

Übersetzung nicht bestätigt

Πλένω και σιδερώνω ρούχα...Ich kann bügeln, Wäsche waschen.

Übersetzung nicht bestätigt

Και εγώ είμαι κολλημένη εδώ να τους σιδερώνω.Und ich muss deren bescheuerte Rüschen bügeln!

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu σιδερώνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σιδερώνωσιδερώνουμε, σιδερώνομεσιδερώνομαισιδερωνόμαστε
σιδερώνειςσιδερώνετεσιδερώνεσαισιδερώνεστε, σιδερωνόσαστε
σιδερώνεισιδερώνουν(ε)σιδερώνεταισιδερώνονται
Imper
fekt
σιδέρωνασιδερώναμεσιδερωνόμουν(α)σιδερωνόμαστε, σιδερωνόμασταν
σιδέρωνεςσιδερώνατεσιδερωνόσουν(α)σιδερωνόσαστε, σιδερωνόσασταν
σιδέρωνεσιδέρωναν, σιδερώναν(ε)σιδερωνόταν(ε)σιδερώνονταν, σιδερωνόντανε, σιδερωνόντουσαν
Aoristσιδέρωσασιδερώσαμεσιδερώθηκασιδερωθήκαμε
σιδέρωσεςσιδερώσατεσιδερώθηκεςσιδερωθήκατε
σιδέρωσεσιδέρωσαν, σιδερώσαν(ε)σιδερώθηκεσιδερώθηκαν, σιδερωθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σιδερώσει
έχω σιδερωμένο
έχουμε σιδερώσει
έχουμε σιδερωμένο
έχω σιδερωθεί
είμαι σιδερωμένος, -η
έχουμε σιδερωθεί
είμαστε σιδερωμένοι, -ες
έχεις σιδερώσει
έχεις σιδερωμένο
έχετε σιδερώσει
έχετε σιδερωμένο
έχεις σιδερωθεί
είσαι σιδερωμένος, -η
έχετε σιδερωθεί
είστε σιδερωμένοι, -ες
έχει σιδερώσει
έχει σιδερωμένο
έχουν σιδερώσει
έχουν σιδερωμένο
έχει σιδερωθεί
είναι σιδερωμένος, -η, -ο
έχουν σιδερωθεί
είναι σιδερωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σιδερώσει
είχα σιδερωμένο
είχαμε σιδερώσει
είχαμε σιδερωμένο
είχα σιδερωθεί
ήμουν σιδερωμένος, -η
είχαμε σιδερωθεί
ήμαστε σιδερωμένοι, -ες
είχες σιδερώσει
είχες σιδερωμένο
είχατε σιδερώσει
είχατε σιδερωμένο
είχες σιδερωθεί
ήσουν σιδερωμένος, -η
είχατε σιδερωθεί
ήσαστε σιδερωμένοι, -ες
είχε σιδερώσει
είχε σιδερωμένο
είχαν σιδερώσει
είχαν σιδερωμένο
είχε σιδερωθεί
ήταν σιδερωμένος, -η, -ο
είχαν σιδερωθεί
ήταν σιδερωμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σιδερώνωθα σιδερώνουμε, θα σιδερώνομεθα σιδερώνομαιθα σιδερωνόμαστε
θα σιδερώνειςθα σιδερώνετεθα σιδερώνεσαιθα σιδερώνεστε, θα σιδερωνόσαστε
θα σιδερώνειθα σιδερώνουν(ε)θα σιδερώνεταιθα σιδερώνονται
Fut
ur
θα σιδερώσωθα σιδερώσουμε, θα σιδερώσομεθα σιδερωθώθα σιδερωθούμε
θα σιδερώσειςθα σιδερώσετεθα σιδερωθείςθα σιδερωθείτε
θα σιδερώσειθα σιδερώσουνθα σιδερωθείθα σιδερωθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σιδερώσει
θα έχω σιδερωμένο
θα έχουμε σιδερώσει
θα έχουμε σιδερωμένο
θα έχω σιδερωθεί
θα είμαι σιδερωμένος, -η
θα έχουμε σιδερωθεί
θα είμαστε σιδερωμένοι, -ες
θα έχεις σιδερώσει
θα έχεις σιδερωμένο
θα έχετε σιδερώσει
θα έχετε σιδερωμένο
θα έχεις σιδερωθεί
θα είσαι σιδερωμένος, -η
θα έχετε σιδερωθεί
θα είστε σιδερωμένοι, -ες
θα έχει σιδερώσει
θα έχει σιδερωμένο
θα έχουν σιδερώσει
θα έχουν σιδερωμένο
θα έχει σιδερωθεί
θα είναι σιδερωμένος, -η, -ο
θα έχουν σιδερωθεί
θα είναι σιδερωμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σιδερώνωνα σιδερώνουμε, να σιδερώνομενα σιδερώνομαινα σιδερωνόμαστε
να σιδερώνειςνα σιδερώνετενα σιδερώνεσαινα σιδερώνεστε, να σιδερωνόσαστε
να σιδερώνεινα σιδερώνουν(ε)να σιδερώνεταινα σιδερώνονται
Aoristνα σιδερώσωνα σιδερώσουμε, να σιδερώσομενα σιδερωθώνα σιδερωθούμε
να σιδερώσειςνα σιδερώσετενα σιδερωθείςνα σιδερωθείτε
να σιδερώσεινα σιδερώσουν(ε)να σιδερωθείνα σιδερωθούν(ε)
Perfνα έχω σιδερώσει
να έχω σιδερωμένο
να έχουμε σιδερώσει
να έχουμε σιδερωμένο
να έχω σιδερωθεί
να είμαι σιδερωμένος, -η
να έχουμε σιδερωθεί
να είμαστε σιδερωμένοι, -ες
να έχεις σιδερώσει
να έχεις σιδερωμένο
να έχετε σιδερώσει
να έχετε σιδερωμένο
να έχεις σιδερωθεί
να είσαι σιδερωμένος, -η
να έχετε σιδερωθεί
να είστε σιδερωμένοι, -ες
να έχει σιδερώσει
να έχει σιδερωμένο
να έχουν σιδερώσει
να έχουν σιδερωμένο
να έχει σιδερωθεί
να είναι σιδερωμένος, -η, -ο
να έχουν σιδερωθεί
να είναι σιδερωμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσιδέρωνεσιδερώνετεσιδερώνεστε
Aoristσιδέρωσεσιδερώστε, σιδερώσετεσιδερώσουσιδερωθείτε
Part
izip
Presσιδερώνοντας
Perfέχοντας σιδερώσει, έχοντας σιδερωμένοσιδερωμένος, -η, -οσιδερωμένοι, -ες, -α
InfinAoristσιδερώσεισιδερωθεί









Griechische Definition zu σιδερώνω

σιδερώνω [siδeróno] -ομαι : εξαφανίζω τις ζαρωματιές από ένα τσαλακωμένο ρούχο, ύφασμα κτλ., με τη βοήθεια της ειδικής συσκευής (ηλεκτρικό σίδερο, σιδερωτήριο κτλ.): σιδερώνω τα πουκάμισα / τα παντελόνια. Mερικά υφάσματα δε σιδερώνονται. Σιδερωμένα σεντόνια. || (μππ., προφ.) που φορά σιδερωμένα ρούχα: Έρχεται πάντα καθαρός, σιδερωμένος, περιποιημένος.

[σίδερ(ο) -ώνω (διαφ. το συγγ. αρχ. σιδηρῶ `καλύπτω με σίδερο, δεσμεύω με σίδερα΄)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback