{η}  σεξουαλικότητα Subst.  [seksualikotita, seksoyalikothta]

{die}    Subst.
(133)

Etymologie zu σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Άλλα ζητήματα (ψυχική υγεία, σεξουαλικότητα, οικογένεια, ισότητα των δύο φύλων, ατομική ασφάλεια)Andere Fragen (psychische Gesundheit, Sexualität, Familie, geschlechtsspezifische Fragen, persönliche Sicherheit):

Übersetzung bestätigt

Χρειάζονται ελκυστικές υπηρεσίες πληροφόρησης και παροχής συμβουλών σε ευαίσθητους τομείς, όπως η υγεία, η σεξουαλικότητα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και η οδική ασφάλεια.Attraktive Informationsund Beratungsangebote sind auch in sensiblen Bereichen wie Gesundheit, Sexualität, Alkohol, Drogen und Sicherheit im Straßenverkehr notwendig.

Übersetzung bestätigt

Οι νέοι θεωρούν τη σεξουαλικότητα σημαντική πτυχή της ευζωίας και της προσωπικής αυτονομίας τους.Die Jugendlichen betrachten die Sexualität als wichtigen Aspekt ihres Wohlergehens und ihrer persönlichen Autonomie.

Übersetzung bestätigt

Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της Βιέννης του 1993 για την εξάλειψη της βίας εις βάρος των γυναικών, η δήλωση και το πρόγραμμα δράσης που εγκρίθηκε από την Τέταρτη Παγκόσμια Διάσκεψη Γυναικών στο Πεκίνο, το Σεπτέμβριο του 1995 διακηρύσσει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών και των κοριτσιών συμπεριλαμβάνουν το δικαίωμά τους να έχουν απόλυτο έλεγχο και να αποφασίζουν ελεύθερα και υπεύθυνα για θέματα που αφορούν τις σεξουαλική τους ζωή, μεταξύ άλλων για θέματα υγιεινής που αφορούν τη σεξουαλικότητα και την αναπαραγωγή, απαλλαγμένες από κάθε εξαναγκασμό, διάκριση ή βία2.Im Sinne der Wiener Erklärung von 1993 zur Beseitigung von Gewalt gegen Frauen heißt es auch in der Erklärung und Aktionsplattform, die im September 1995 auf der Vierten Weltfrauenkonferenz in Peking angenommen wurden, daß die Menschenrechte der Frau auch ihr Recht umfassen, frei von Zwang, Diskriminierung und Gewalt über Angelegenheiten im Zusammenhang mit ihrer Sexualität, einschließlich der sexuellen und reproduktiven Gesundheit, bestimmen und frei und eigenverantwortlich entscheiden zu können.2

Übersetzung bestätigt

προσφορά πληροφόρησης για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως είναι η εκπαίδευση, η κατάρτιση, η απασχόληση, η υγεία, η σεξουαλικότητα, τα ναρκωτικά, οι κοινωνικές υποθέσεις, η στέγαση, το περιβάλλον, τα νομικά θέματα, η δημοκρατία, η καταπολέμηση του ρατσισμού, ο αθλητισμός, ο ελεύθερος χρόνος, τα ταξίδια και η ΕυρώπηSie bieten Informationen über eine Vielzahl von Themen an wie z. B. allgemeine und berufliche Bildung, Beschäftigung, Gesundheit, Sexualität, Drogen, Soziales, Wohnen, Umwelt, rechtliche Fragen, Demokratie, Kampf gegen Rassismus, Sport, Freizeit, Reisen und Europa.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu σεξουαλικότητα

σεξουαλικότητα η [seksuadivkótita] : το σύνολο των φαινομένων που αναφέρονται στο σεξουαλικό ένστικτο και στην ικανοποίησή του: Στην εφηβική ηλικία αναπτύσσεται η σεξουαλικότητα. Παιδική / εφηβική σεξουαλικότητα.

[λόγ. σεξουαλικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. sexuadivté]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback