{der} Salat (ugs.) Subst.(733) |
σαλάτα venezianisch salata lateinisch sal (=αλάτι) proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
την ένδειξη, “ανάμεικτη σαλάτα”, ή | ‚Salatmischung‘, ‚Mix-Salat‘ oder Übersetzung bestätigt |
Λαχανικά, νωπά ή διατηρημένα με απλή ψύξη (εκτός από πατάτες, ντομάτες, λαχανικά του γένους «Allium spp.», κράμβες του γένους «Brassica», μαρούλια του είδους «Lactuca sativa» και ραδίκια «Cichorium spp.», καρότα, γογγύλια, κοκκινογούλια για σαλάτα, λαγόχορτο «σκουλί», ραπανοσέλινα, ραπάνια και παρόμοιες βρώσιμες ρίζες, αγγούρια και αγγουράκια, λαχανικά λοβοφόρα, αγγινάρες, σπαράγγια, μανιτάρια, τρούφες, πιπεριές του γένους «Capsicum» ή του γένους «Pimenta», σπανάκια, τετραγόνες «σπανάκια Νέας Ζηλανδίας» και χρυσολάχανα «σπανάκια γίγαντες») | Gemüse, frisch oder gekühlt (ausg. Kartoffeln, Tomaten, Gemüse der Allium-Arten, Kohlarten der Gattung Brassica, Salate der Art Lactuca sativa und Cichorium-Arten, Karotten, Speisemöhren, Speiserüben, Rote Rüben, Schwarzwurzeln, Sellerie, Rettiche und ähnl. genießbare Wurzeln, Gurken und Cornichons, Hülsenfrüchte, Artischocken, Spargel, Auberginen, Pilze, Trüffeln, Früchte der Gattungen Capsicum oder Pimenta, Gartenspinat, Neuseelandspinat und Gartenmelde) Übersetzung bestätigt |
Μαρούλια [Μαρούλι στρογγυλό (σαλάτα), σαλάτα lollo rosso (L. sativa crispa ssp.), σαλάτα iceberg, μαρούλι κοινό (L. sativa longifolia)] | Grüner Salat (Kopfsalat, Lollo Rosso (Schnittsalat), Eisbergsalat, Romana-Salat ) Übersetzung bestätigt |
Μαρούλια (Μαρούλι στρογγυλό (σαλάτα), σαλάτα lollo rosso (L. sativa crispa ssp.), σαλάτα iceberg, μαρούλι κοινό (L. sativa longifolia)) | Grüner Salat (Kopfsalat, Lollo Rosso (Schnittsalat), Eisbergsalat, Romana-Salat) Übersetzung bestätigt |
Μαρούλι στρογγυλό (σαλάτα), σαλάτα lollo rosso (L. sativa crispa ssp.), σαλάτα iceberg, μαρούλι κοινό (L. sativa longifolia) | Kopfsalat, Lollo Rosso (Schnittsalat), Eisbergsalat, Romana-Salat Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
χορτόμειγμα |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
σαλάτα η [saláta] : 1. λαχανικά ωμά ή βρασμένα στα οποία προσθέτουν λάδι, αλάτι, ξίδι ή λεμόνι και τα οποία σερβίρονται ως συμπληρωμα τικό του κυρίως φαγητού: Kόβω / ανακατεύω τη σαλάτα. Mαρούλι / λάχανο σαλάτα. Παντζάρια / χόρτα σαλάτα. σαλάτα εποχής. Θα φάω μόνο μια σαλάτα. || Πράσινη σαλάτα, ονομασία του σγουρού μαρουλιού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.