σακούλα σάκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Εάν για την τελική συσκευασία ειδών υπόδησης χρησιμοποιούνται πλαστικές σακούλες, αυτές αποτελούνται κατά τουλάχιστον 75 % από προϊόν ανακύκλωσης ή μπορούν να βιοαποδομηθούν ή να πολτοποιηθούν, κατά τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο πρότυπο EN 13432 [7]. | Werden die Schuhe in Kunststofftüten endverpackt, müssen die Tüten zu mindestens 75 % aus Recyclingkunststoff hergestellt oder in Übereinstimmung mit den Definitionen in EN 13432 [7] biologisch abbaubar bzw. kompostierbar sein. Übersetzung bestätigt |
για τους καρπούς που παρουσιάζονται χύδην σε κιβώτια μεγάλης χωρητικότητας και σε όχι σκληρές (δίχτυα, σακούλες κ.λπ.) μονάδες συσκευασίες που προορίζονται για πώληση στον καταναλωτή, η διαφορά μεταξύ του μικρότερου και του μεγαλύτερου καρπού στην ίδια παρτίδα ή στην ίδια συσκευασία δεν πρέπει να υπερβαίνει το εύρος μεγέθους που προκύπτει για ομάδα τριών διαδοχικών μεγεθών εντός της κλίμακας μεγεθών. | Bei Früchten, die lose in Großkisten gepackt sind und bei Früchten in nicht starren Verkaufspackungen (Netze, Tüten usw.) darf der maximale Unterschied zwischen der kleinsten und der größten Frucht in einund demselben Packstück die Spanne nicht überschreiten, die sich bei der Zusammenfassung von drei aufeinander folgenden Größen der Größenskala ergibt. Übersetzung bestätigt |
Σάκοι, σακούλες και τσάντες (συμπεριλαμβάνονται και τα χωνιά) από πολυμερή του αιθυλενίου | Säcke, Beutel (einschließlich Tüten), aus Polymeren des Ethylens Übersetzung bestätigt |
Σε σακούλες | in Tüten Übersetzung bestätigt |
Τοποθετούνται σε σακούλα ή δοχείο τα οποία φέρουν ετικέτες. | Danach sind sie in eine Tüte oder ein Glas zu geben und zu kennzeichnen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Gefrierbeutel | die Gefrierbeutel |
Genitiv | des Gefrierbeutels | der Gefrierbeutel |
Dativ | dem Gefrierbeutel | den Gefrierbeuteln |
Akkusativ | den Gefrierbeutel | die Gefrierbeutel |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Geldbörse | die Geldbörsen |
Genitiv | der Geldbörse | der Geldbörsen |
Dativ | der Geldbörse | den Geldbörsen |
Akkusativ | die Geldbörse | die Geldbörsen |
σακούλα η [sakúla] Ο25α : είδος μικρού σάκου, σε διάφορα σχήματα ή μεγέθη, από χαρτί, πλαστικό, ύφασμα ή άλλο υλικό, με τον οποίο μεταφέρουμε διάφορα ψώνια ή μέσα στον οποίο τοποθετούμε αντικείμενα που θέλουμε να φυλάξουμε, να συσκευάσουμε κτλ.: Xάρτινη σακούλα, χαρτοσακούλα. Πάνινη σακούλα. Nάιλον σακούλα, πλαστική τσάντα για τα ψώνια. Σακούλες για σκουπίδια, μεγάλοι πλαστικοί σάκοι. || Γιαούρτι σακούλας, το οποίο στραγγίζεται σε ειδική πάνινη σακούλα. || (μτφ.): Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια, το δέρμα έχει χάσει την ελαστικότητά του, έχει χαλαρώσει.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.