{η}  σακούλα Subst.  [sakula, sakoyla]

{die}    Subst.
(349)
{der}    Subst.
(179)
{der}    Subst.
(1)
{die}    Subst.
(1)
{das}    Subst.
(0)

Etymologie zu σακούλα

σακούλα σάκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα


GriechischDeutsch
Εάν για την τελική συσκευασία ειδών υπόδησης χρησιμοποιούνται πλαστικές σακούλες, αυτές αποτελούνται κατά τουλάχιστον 75 % από προϊόν ανακύκλωσης ή μπορούν να βιοαποδομηθούν ή να πολτοποιηθούν, κατά τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο πρότυπο EN 13432 [7].Werden die Schuhe in Kunststofftüten endverpackt, müssen die Tüten zu mindestens 75 % aus Recyclingkunststoff hergestellt oder in Übereinstimmung mit den Definitionen in EN 13432 [7] biologisch abbaubar bzw. kompostierbar sein.

Übersetzung bestätigt

για τους καρπούς που παρουσιάζονται χύδην σε κιβώτια μεγάλης χωρητικότητας και σε όχι σκληρές (δίχτυα, σακούλες κ.λπ.) μονάδες συσκευασίες που προορίζονται για πώληση στον καταναλωτή, η διαφορά μεταξύ του μικρότερου και του μεγαλύτερου καρπού στην ίδια παρτίδα ή στην ίδια συσκευασία δεν πρέπει να υπερβαίνει το εύρος μεγέθους που προκύπτει για ομάδα τριών διαδοχικών μεγεθών εντός της κλίμακας μεγεθών.Bei Früchten, die lose in Großkisten gepackt sind und bei Früchten in nicht starren Verkaufspackungen (Netze, Tüten usw.) darf der maximale Unterschied zwischen der kleinsten und der größten Frucht in einund demselben Packstück die Spanne nicht überschreiten, die sich bei der Zusammenfassung von drei aufeinander folgenden Größen der Größenskala ergibt.

Übersetzung bestätigt

Σάκοι, σακούλες και τσάντες (συμπεριλαμβάνονται και τα χωνιά) από πολυμερή του αιθυλενίουSäcke, Beutel (einschließlich Tüten), aus Polymeren des Ethylens

Übersetzung bestätigt

Σε σακούλεςin Tüten

Übersetzung bestätigt

Τοποθετούνται σε σακούλα ή δοχείο τα οποία φέρουν ετικέτες.Danach sind sie in eine Tüte oder ein Glas zu geben und zu kennzeichnen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu σακούλα

σακούλα η [sakúla] Ο25α : είδος μικρού σάκου, σε διάφορα σχήματα ή μεγέθη, από χαρτί, πλαστικό, ύφασμα ή άλλο υλικό, με τον οποίο μεταφέρουμε διάφορα ψώνια ή μέσα στον οποίο τοποθετούμε αντικείμενα που θέλουμε να φυλάξουμε, να συσκευάσουμε κτλ.: Xάρτινη σακούλα, χαρτοσακούλα. Πάνινη σακούλα. Nάιλον σακούλα, πλαστική τσάντα για τα ψώνια. Σακούλες για σκουπίδια, μεγάλοι πλαστικοί σάκοι. || Γιαούρτι σακούλας, το οποίο στραγγίζεται σε ειδική πάνινη σακούλα. || (μτφ.): Έχει σακούλες κάτω από τα μάτια, το δέρμα έχει χάσει την ελαστικότητά του, έχει χαλαρώσει. σακουλίτσα η YΠΟKΟΡ. σακουλάκι το YΠΟKΟΡ μικρή, συνήθ. πλαστική ή χάρτινη σακούλα: Ένα σακούλα σπόρια.

[σάκ(ος) -ούλα· σακούλ(α) -ίτσα]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback