{το}  σακάκι Subst.  [sakaki]

{die}    Subst.
(784)
{das}    Subst.
(221)
{das}    Subst.
(48)
{der}    Subst.
(0)

Etymologie zu σακάκι

σακάκι σάκος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι


GriechischDeutsch
Τα πανωφόρια και σακάκια των επιβατών ελέγχονται σαν χωριστά τεμάχια χειραποσκευής.Mäntel und Jacken der Fluggäste sind als separater Teil des Handgepäcks zu kontrollieren.

Übersetzung bestätigt

Παλτά, σακάκια και άλλα ενδύματα, στα οποία περιλαμβάνονται και οι φόρμες και τα σύνολα του σκι, πλεκτά, με εξαίρεση τα ενδύματα των κατηγοριών 4, 5, 7, 13, 24, 26, 27, 28, 68, 69, 72, 73, 74 και 75Mäntel (einschließlich Kurzmäntel), Jacken und andere Bekleidung, einschließlich Skianzüge, aus Gewirken oder Gestricken, ausgenommen Bekleidung der Kategorien 4, 5, 7, 13, 24, 26, 27, 28, 68, 69, 72, 73, 74, 75

Übersetzung bestätigt

Κοστούμια, σύνολα, σακάκια κάθε είδους, παντελόνια, φόρμες με μπούστο και με τιράντες, παντελόνια ως το γόνατο και σορτς, πλεκτά ή κροσέ, για άνδρες ή αγόριαAnzüge, Kombinationen, Jacken, lange Hosen (einschließlich Kniebundhosen und ähnlicher Hosen), Latzhosen und kurze Hosen, für Männer oder Knaben, aus Gewirken oder Gestricken

Übersetzung bestätigt

Κουστούμια-ταγιέρ, σύνολα, σακάκια κάθε είδους, φορέματα, φούστες, φούστες-παντελόνια (ζιπ-κιλότ), παντελόνια, φόρμες με τιράντες (σαλοπέτ), κοντά παντελόνια που καλύπτουν και το γόνατο και παντελόνια κοντά (σορτς) πλεκτά ή κροσέ για γυναίκες ή κορίτσιαKostüme, Kombinationen, Jacken, Kleider, Röcke, Hosenröcke, lange Hosen (einschließlich Kniebundhosen und ähnliche Hosen), Latzhosen und kurze Hosen, für Frauen oder Mädchen, aus Gewirken oder Gestricken

Übersetzung bestätigt

Γυναικεία σύνολα, σακάκια κάθε είδους, για επαγγελματική και βιομηχανική χρήσηKombinationen und Jacken, für Frauen, Arbeitsund Berufsbekleidung

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu σακάκι

σακάκι το [sakáki] : εξωτερικό ανδρικό ένδυμα με μακριά μανίκια, που κουμπώνει μπροστά και καλύπτει τον κορμό ως τους γοφούς και το οποίο μαζί με παντελόνι από το ίδιο ύφασμα αποτελεί το ανδρικό κουστούμι: Σταυρωτό / μονόπετο σακάκι. Kαλοκαιρινό / χειμωνιάτικο σακάκι. Είχε το σακάκι του ριγμένο στους ώμους. || γυναικεία ζακέτα που έχει το κόψιμο ανδρικού σακακιού. || σακάκι πιτζάμας, το αντίστοιχο προς το ανδρικό σακάκι τμήμα της πιτζάμας, με κοντά ή μακριά μανίκια.

[σάκ(ος)2 υποκορ. -άκι]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback