{το}  προβάδισμα Subst.  [provadisma, provathisma, probadisma]

{der}    Subst.
(47)

Etymologie zu προβάδισμα

προβάδισμα Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Είναι υποχρεωτική η τήρηση της αρχής ότι οι καταχωρίσεις Σένγκεν έχουν το προβάδισμα έναντι των καταχωρίσεων της Ιντερπόλ που εκδίδουν κράτη μέλη και πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε η ίδια αρχή να γίνεται επίσης σεβαστή από τα ΕΚΓ των κρατών μελών.Der Grundsatz, dass Schengen-Ausschreibungen Vorrang vor Interpol-Ausschreibungen von Mitgliedstaaten haben, ist zu befolgen, und es ist sicherzustellen, dass die NZB der Mitgliedstaaten sich ebenfalls daran halten.

Übersetzung bestätigt

Είναι υποχρεωτική η τήρηση της αρχής ότι τα σήματα Σένγκεν έχουν το προβάδισμα έναντι των σημάτων της Ιντερπόλ και πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε η ίδια αρχή να γίνεται επίσης σεβαστή από τα ΕΚΓ των κρατών μελών.Der Grundsatz, dass Schengen-Ausschreibungen Vorrang vor Interpol-Ausschreibungen haben, ist zu befolgen, und es ist sicherzustellen, dass die NZB der Mitgliedstaaten sich ebenfalls daran halten.

Übersetzung bestätigt

«ενεργειακή αποδοτικότητα/διαχείριση της ζήτησης»: η συνολική ή ολοκληρωμένη προσέγγιση στόχος της οποίας είναι να επηρεάσει την ποσότητα και το χρονικό προγραμματισμό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενεργείας με σκοπό τη μείωση της κατανάλωσης πρωτογενούς ενεργείας και των φορτίων αιχμής, δίνοντας το προβάδισμα στις επενδύσεις για μέτρα ενεργειακής αποδοτικότητας ή άλλα μέτρα όπως οι συμβάσεις προμήθειας με δικαίωμα διακοπής, έναντι των επενδύσεων για την αύξηση του δυναμικού παραγωγής, εάν οι πρώτες από τις προαναφερόμενες επενδύσεις αποτελούν την αποτελεσματικότερη και οικονομικότερη εναλλακτική λύση, λαμβανομένων υπόψη του θετικού περιβαλλοντικού αντίκτυπου που προκύπτει από τη μειωμένη κατανάλωση ενεργείας και των συναφών πτυχών της ασφάλειας του εφοδιασμού και του κόστους διανομής·ein globales oder integriertes Konzept zur Steuerung der Höhe und des Zeitpunkts des Elektrizitätsverbrauchs, das den Primärenergieverbrauch senken und Spitzenlasten verringern soll, indem Investitionen zur Steigerung der Energieeffizienz oder anderen Maßnahmen wie unterbrechbaren Lieferverträgen Vorrang vor Investitionen zur Steigerung der Erzeugungskapazität eingeräumt wird, wenn sie unter Berücksichtigung der positiven Auswirkungen eines geringeren Energieverbrauchs auf die Umwelt und der damit verbundenen Aspekte einer größeren Versorgungssicherheit und geringerer Verteilungskosten die wirksamste und wirtschaftlichste Option darstellen;

Übersetzung bestätigt

Είναι υποχρεωτική η τήρηση της αρχής ότι οι καταχωρίσεις Σένγκεν έχουν το προβάδισμα έναντι των καταχωρίσεων της Ιντερπόλ, και πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε η ίδια αρχή να γίνεται επίσης σεβαστή από τα ΕΚΓ των κρατών μελών.Der Grundsatz, dass Schengen-Ausschreibungen Vorrang vor Interpol-Ausschreibungen haben, ist zu befolgen, und es ist sicherzustellen, dass die NZB der Mitgliedstaaten sich ebenfalls daran halten.

Übersetzung bestätigt

Είναι υποχρεωτικό να τηρείται η αρχή βάσει της οποίας οι καταχωρίσεις Σένγκεν έχουν το προβάδισμα έναντι των καταχωρίσεων της Ιντερπόλ που εκδίδονται από κράτη μέλη, και την αρχή αυτή πρέπει να τηρούν και τα ΕΚΤ των κρατών μελών.Der Grundsatz, dass Schengen-Ausschreibungen Vorrang vor Interpol-Ausschreibungen von Mitgliedstaaten haben, ist zu befolgen, und es ist sicherzustellen, dass die NZB der Mitgliedstaaten sich ebenfalls daran halten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu προβάδισμα

προβάδισμα το [prováδizma] : η πρώτη θέση, η υπεροχή που κατακτάται από κπ., ο οποίος προηγείται έναντι άλλων σε κάποια φάση μιας διαδικασίας, άμιλλας, ανταγωνισμού: Παίρνω / έχω / διεκδικώ / κατακτώ / χάνω το προβάδισμα. H εθνική ομάδα πήρε / έχει το προβάδισμα στο σκορ / στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα μπάσκετ. H Iαπωνία κατέκτησε το προβάδισμα στον τομέα της τεχνολογίας. Οι δημοσκοπήσεις φέρουν την κυβέρνηση να διατηρεί το προβάδισμα στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. || η προτεραιότητα2: H κυβέρνηση έδωσε προβάδισμα στα μεγάλα έργα.

[λόγ. προ- βάδισμα μτφρδ. αγγλ. precedence]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback