{ο}  πολλαπλασιαστής Subst.  [pollaplasiastis, pollaplasiasths]

{der}    Subst.
(78)
(3)

Etymologie zu πολλαπλασιαστής

πολλαπλασιαστής (Lehnübersetzung) französisch multiplicateur ρήμα multiplier πολλαπλασιάζω


GriechischDeutsch
«νόμιμος πολλαπλασιαστής» σημαίνει το σχετικό αριθμό που ο υπουργός δύναται κατά καιρούς να καθορίζει με υπουργικές αποφάσεις.„der vorgeschriebene Multiplikator“ den Faktor, den der Secretary of State von Zeit zu Zeit per Anordnung vorschreiben kann.

Übersetzung bestätigt

Οι πολλαπλασιαστές πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR multipliers ή CCRM) για τις διάφορες κατηγορίες αντισταθμιστικών συνόλων παρατίθενται κατωτέρω στον Πίνακα 5:Πίνακας 5Für die verschiedenen Kategorien von Hedgingsätzen werden gemäß Tabelle 5 folgende CCR-Multiplikatoren (CCRM) festgelegt:Tabelle 5:

Übersetzung bestätigt

CCRMj = πολλαπλασιαστής πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (CCR) του Πίνακα 5 σε σχέση με το αντισταθμιστικό σύνολο j·CCRMj = CCR-Multiplikator für Hedging-Satz j nach Tabelle 5;

Übersetzung bestätigt

Στους εν λόγω πολλαπλασιαστές λαμβάνεται υπόψη η σημαντική διαφορά μεγέθους και συνολικών πόρων μεταξύ των δύο επιχειρήσεων και των άλλων αποδεκτριών της παρούσας απόφασης.Diese Multiplikatoren tragen den beachtlichen Unterschieden in punkto Größe und Gesamtressourcen zwischen diesen beiden Unternehmen und den übrigen Adressaten dieser Entscheidung Rechnung.

Übersetzung bestätigt

Η ECP υποστηρίζει επίσης ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί ένας πολλαπλασιαστής 2,5 για να καταμετρηθεί το θετικό συνολικό αποτέλεσμα για τη Γαλλική Πολυνησία.Darüber hinaus betont ECP, dass ein Multiplikator von 2,5 zum Ansatz kommen müsse, um den positiven Gesamteffekt für Französisch-Polynesien messen zu können.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu πολλαπλασιαστής

πολλαπλασιαστής ο [polaplasiastís] : που πολλαπλασιάζει, αυξάνει κατά πολύ κτ. I. (μαθημ.) ο αριθμός επί τον οποίο πολλαπλασιάζεται ένας άλλος αριθμός· (βλ. πολλαπλασιαστέος). ANT διαιρέτης. II. (τεχν.) εργαλείο, μηχάνημα ή μηχανισμός, που επιτυγχάνει μεγάλη αύξηση μιας ενέργειας (ηλεκτρικής, μηχανικής κτλ.): Στο αυτοκίνητο, ο πολλαπλασιαστής είναι ένα πηνίο, που μετασχηματίζει το ρεύμα χαμηλής τάσης σε άλλο με πολύ μεγαλύτερη. πολλαπλασιαστής ηλεκτρονίων / συχνότητας / ταχύτητας / τάσης. III. (οικον.) αριθμός που εκφράζει τις επιπτώσεις που έχουν στο εθνικό εισόδημα οι αυξήσεις ή οι μειώσεις των επενδύσεων: πολλαπλασιαστής απασχολήσεως.

[λόγ. πολλαπλασιασ- (πολλαπλασιάζω) -τής μτφρδ. γαλλ. multipdivcateur]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback