1) (Προκ. για οικογένεια ή γενιά)
α) παιδί, γιος ή κόρη
: όσοι έχετε παιδία … για λόγου τους πονεί σας η καρδία (Ευγέν. 167)·
το θηλυκόν μου παιδίν ή το αρσινικόν (Διαθ. Ακοτ. 14720· Πανώρ. Έ 333)·
(σε παροιμ. φρ.)
: έχασε μάννα το παιδί και το παιδίν την μάνναν (Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. (Wagn.) 197)·
να κλαίει η μάννα το παιδί και το παιδί την μάνναν (Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. (Wagn.) 220)·
Κάμε παιδιά να 'λπίζεις χαρά (Πανώρ. Δ́ 101)·
Την παίδα δίδουν τα παιδιά, γιαύτος παιδιά τα λέσι (Πανώρ. Δ́ 105)·
εκφρ.
(1)
παιδί γεροντικό = παιδί που γεννήθηκε από γέρους γονείς
: (Πεντ. Γέν. XLIV 20)·
(2)
παιδί σπλαγχνικό/φυσικό = γνήσιο παιδί
: (Βυζ. Ιλιάδ. 268), (Φορτουν. Β́ 200)·
φρ.
(1)
βαστάζω παιδί = (για γυναίκα) κυοφορώ, είμαι έγκυος
: (Διηγ. Αλ. V 26)·
(2)
κάμνω παιδί =
(α) αποκτώ παιδί
: (Πανώρ. Γ́ 159), (Διγ. Άνδρ. 3661‑5)·
(β) (ειδικά για γυναίκα) γεννώ
: (Διηγ. Αλ. V 26)·
(3)
ποιώ παιδί = τεκνοποιώ, γεννώ
: (Ιατροσόφ. 1021)·
(4)
ρίχνω το παιδί = αποβάλλω
: (Ιατροσ. 21101)·
(5)
συλλαμβάνω παιδί = (για γυναίκα) μένω έγκυος
: (Διγ. Z 47)·
β) (ειδικά) γιος
: να έρτεις προς το κιβωτό εσύ και τα παιδιά σου … και γεναίκες των παιδιών σου (Πεντ. Γέν. VII 18)·
γ) (προκ. για θετό παιδί)
: Είπα πως είν’ παιδί μου και όχι ποτέ από μένα γεννημένον (Πιστ. βοσκ. V 5, 64)·
έκφρ.
αναθρεφτό παιδί/παιδί τσ’ αγάπης = υιοθετημένο παιδί
: (Φορτουν. Γ́ 585), (Πιστ. βοσκ. V 5, 77)·
φρ.
κάνω κάπ
. παιδί μου = υιοθετώ κάπ.
: (Ροδινός 209)·
δ) (στον πληθ.) οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενιές
: τούτο … μεθ’ όρκου να μας ποίσεις εγράφως, να το έχομε εμείς και τα παιδία μας (Χρον. Μορ. P 2092)·
εκφρ.
από παιδίν ως παιδίν, παιδία παιδιών, παιδίων παιδίων = προκ. για κληρονομική μεταβίβαση περιουσίας ή υποχρέωσης από γενιά σε γενιά
: (Διαθ. Ακοτ. 1469), (Μαχ. 55015, 16), (Δωρ. Μον. XXIII)·
ε) (προκ. για δήλωση κοινής καταγωγής)
: εσένα θέλομεν … να σ’έχομεν αφέντην μας … μετ’ εσένα είμεστεν ενός πατρός παιδία (Ιστ. Βλαχ. 794)·
στ) (συνεκδ.) το μικρό ζώου
: δυο παιδιά περιστεράς (Πεντ. Λευιτ. XV 29· Φυσιολ. 37120)·
ζ) (με την κτητ. αντων.
μου σε προσφών. που εκφράζει συμπάθεια, οικειότητα, τρυφερότητα)
: Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον (Σπαν. A 6· Πανώρ. Έ 345), (Φαλιέρ., Ιστ. 267)·
(εδώ σε επίπληξη)
: (Σπαν. A 28)·
(εδώ σε αφήγηση)
: (Λίβ. N 2556)·
(συχνά σε έναρθρ. κλητ.)
: ξύπνησε, το παιδί μου, … γείρου να ντυθείς (Θυσ. 479).
3) (Μεταφ.)
α) (σε περίφραση, για πρόσωπο που κατάγεται από κάπ. τόπο)
: πλιας τέχνης και πλιας μαστοριάς είν’ το παιδί της Κρήτης (Ερωτόκρ. Β́ 1068)·
(στον πληθ., για λαό που κατοικεί σε κάπ. τόπο ή σε σχέση με το γενάρχη του)
: εκαταδούλωσαν η Αίγυφτο τα παιδία του Ισραέλ με σκληρότητα (Πεντ. Έξ. I 12)·
παιδιά του Κεάθ (Πεντ. Αρ. IV 2)·
β) (ως χαρακτηρισμός προσώπου· με γεν ον. φανταστικού ή μυθικού προσώπου ή αφηρημένου ουσ., που δίνει μια ξεχωριστή ιδιότητα στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται)
: (Ζήν. Β́ 176)·
Της δυστυχίας έναι παιδί (ενν. η κόρη) (Λόγ. παρηγ. L 298)·
αν είσαι παλληκάρι να ξαναπολεμήσομεν ωσάν παιδιά του Άρη (Διγ. O 2635)·
γ) (για άτομα που ανήκουν σε μια ομάδα· εδώ μαθητές)
: (Σαχλ., Αφήγ. 112), (Χίκα, Μονωδ. 39186)·
δ) (προκ. για τους πιστούς που ανήκουν στο ποίμνιο ενός ιερέα)
: (Μαχ. 2613)·
ε) (προκ. για τους πιστούς ως τέκνα του Θεού ή της Παναγίας)
: (Ιστ. Βλαχ. 2614)·
παιδιά εσείς του Κύριου του Θεού σας (Πεντ. Δευτ. XIV 1· Π. Ν. Διαθ. 335α 10).
7) (Σε σχέση με την ηλικία του ανθρώπου)
α) μωρό, νήπιο
: επαίρνει το παιδί … βυζάνου, θεραπεύου το (Βυζ. Ιλιάδ. 154· Χρον. Μορ. P 5966)·
(προκ. για το Χριστό ως βρέφος)
: ήλθον (ενν. οι μάγοι) … και εύρασι το παιδί με την Μαρίαν (Πηγά, Χρυσοπ. 256 (16))·
β) παιδί, αγόρι ή κορίτσι
: (Διήγ. Αλ. V 41), (Μαλαξός, Νομοκ. 537)·
βρέφη και παιδιά (Λίμπον. 462)·
έκφρ.
από παιδίον = από την παιδική ηλικία
: (Αχέλ. 1195)·
γ) (ειδικά) αγόρι
: παιδιά μικρά και κορασές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19416)·
δ) (προκ. για τον Έρωτα)
: πολλά μεγάλη χάρη έχει τ’ ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι (Ερωτόκρ. Ά 274)·
ε) (συνεκδ.) άγαλμα, ομοίωμα μικρού παιδιού
: Εις της φισκίνας γύροθεν ιστέκουνται … γυαλόκοπα παιδία (Λίβ. Esc. 2484)·
στ) νέος άντρας, παλληκάρι
: η κόρη ή το παιδίν οπού μέλλουν να λάβουν τα μνήστρα (Ασσίζ. 52423)·
(σε προσφών.)
: Ευγενικότατον παιδί, που την ζωήν σου δίδεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [903]).
[αρχ. ουσ. παιδίον. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ίν και σήμ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ. της λ.]