{το}  παιδίον Subst.  [pedion, pethion, paidion]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu παιδίον.



Griechische Definition zu παιδίον

παιδίον το· μπαιδί· παιδί· παίδι(ν)· παιδίν· παιδίο· παιδιόν· ονομ. πληθ. παιδιάν.

1) (Προκ. για οικογένεια ή γενιά)
α) παιδί, γιος ή κόρη:
όσοι έχετε παιδία … για λόγου τους πονεί σας η καρδία (Ευγέν. 167
το θηλυκόν μου παιδίν ή το αρσινικόν (Διαθ. Ακοτ. 14720· Πανώρ. Έ 333
(σε παροιμ. φρ.):
έχασε μάννα το παιδί και το παιδίν την μάνναν (Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. (Wagn.) 197
να κλαίει η μάννα το παιδί και το παιδί την μάνναν (Ψευδο-Γεωργηλ., Αλ. Κων/π. (Wagn.) 220
Κάμε παιδιά να 'λπίζεις χαρά (Πανώρ. Δ́ 101
Την παίδα δίδουν τα παιδιά, γιαύτος παιδιά τα λέσι (Πανώρ. Δ́ 105
εκφρ.
(1) παιδί γεροντικό = παιδί που γεννήθηκε από γέρους γονείς:
(Πεντ. Γέν. XLIV 20
(2) παιδί σπλαγχνικό/φυσικό = γνήσιο παιδί:
(Βυζ. Ιλιάδ. 268), (Φορτουν. Β́ 200
φρ.
(1) βαστάζω παιδί = (για γυναίκα) κυοφορώ, είμαι έγκυος:
(Διηγ. Αλ. V 26
(2) κάμνω παιδί =
(α) αποκτώ παιδί:
(Πανώρ. Γ́ 159), (Διγ. Άνδρ. 3661‑5
(β) (ειδικά για γυναίκα) γεννώ:
(Διηγ. Αλ. V 26
(3) ποιώ παιδί = τεκνοποιώ, γεννώ:
(Ιατροσόφ. 1021
(4) ρίχνω το παιδί = αποβάλλω:
(Ιατροσ. 21101
(5) συλλαμβάνω παιδί = (για γυναίκα) μένω έγκυος:
(Διγ. Z 47
β) (ειδικά) γιος:
να έρτεις προς το κιβωτό εσύ και τα παιδιά σου … και γεναίκες των παιδιών σου (Πεντ. Γέν. VII 18
γ) (προκ. για θετό παιδί):
Είπα πως είν’ παιδί μου και όχι ποτέ από μένα γεννημένον (Πιστ. βοσκ. V 5, 64
έκφρ. αναθρεφτό παιδί/παιδί τσ’ αγάπης = υιοθετημένο παιδί:
(Φορτουν. Γ́ 585), (Πιστ. βοσκ. V 5, 77
φρ. κάνω κάπ. παιδί μου = υιοθετώ κάπ.:
(Ροδινός 209
δ) (στον πληθ.) οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενιές:
τούτο … μεθ’ όρκου να μας ποίσεις εγράφως, να το έχομε εμείς και τα παιδία μας (Χρον. Μορ. P 2092
εκφρ. από παιδίν ως παιδίν, παιδία παιδιών, παιδίων παιδίων = προκ. για κληρονομική μεταβίβαση περιουσίας ή υποχρέωσης από γενιά σε γενιά:
(Διαθ. Ακοτ. 1469), (Μαχ. 55015, 16), (Δωρ. Μον. XXIII
ε) (προκ. για δήλωση κοινής καταγωγής):
εσένα θέλομεν … να σ’έχομεν αφέντην μας … μετ’ εσένα είμεστεν ενός πατρός παιδία (Ιστ. Βλαχ. 794
στ) (συνεκδ.) το μικρό ζώου:
δυο παιδιά περιστεράς (Πεντ. Λευιτ. XV 29· Φυσιολ. 37120
ζ) (με την κτητ. αντων. μου σε προσφών. που εκφράζει συμπάθεια, οικειότητα, τρυφερότητα):
Τέκνον μου ποθεινότατον, παιδίν μου ηγαπημένον (Σπαν. A 6· Πανώρ. Έ 345), (Φαλιέρ., Ιστ. 267
(εδώ σε επίπληξη):
(Σπαν. A 28
(εδώ σε αφήγηση):
(Λίβ. N 2556
(συχνά σε έναρθρ. κλητ.):
ξύπνησε, το παιδί μου, … γείρου να ντυθείς (Θυσ. 479).
2) (Προκ. για συγγένεια εξ αγχιστείας)
α) γαμπρός:
(Χρον. Μορ. H 2547
β) νύφη:
για παιδί μου το λοιπό και νύφη ποθητή μου εγώ την Πετρονέλα μου παίρνω (Φορτουν. Έ 287).
3) (Μεταφ.)
α) (σε περίφραση, για πρόσωπο που κατάγεται από κάπ. τόπο):
πλιας τέχνης και πλιας μαστοριάς είν’ το παιδί της Κρήτης (Ερωτόκρ. Β́ 1068
(στον πληθ., για λαό που κατοικεί σε κάπ. τόπο ή σε σχέση με το γενάρχη του):
εκαταδούλωσαν η Αίγυφτο τα παιδία του Ισραέλ με σκληρότητα (Πεντ. Έξ. I 12
παιδιά του Κεάθ (Πεντ. Αρ. IV 2
β) (ως χαρακτηρισμός προσώπου· με γεν ον. φανταστικού ή μυθικού προσώπου ή αφηρημένου ουσ., που δίνει μια ξεχωριστή ιδιότητα στο πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται):
(Ζήν. Β́ 176
Της δυστυχίας έναι παιδί (ενν. η κόρη) (Λόγ. παρηγ. L 298
αν είσαι παλληκάρι να ξαναπολεμήσομεν ωσάν παιδιά του Άρη (Διγ. O 2635
γ) (για άτομα που ανήκουν σε μια ομάδα· εδώ μαθητές):
(Σαχλ., Αφήγ. 112), (Χίκα, Μονωδ. 39186
δ) (προκ. για τους πιστούς που ανήκουν στο ποίμνιο ενός ιερέα):
(Μαχ. 2613
ε) (προκ. για τους πιστούς ως τέκνα του Θεού ή της Παναγίας):
(Ιστ. Βλαχ. 2614
παιδιά εσείς του Κύριου του Θεού σας (Πεντ. Δευτ. XIV 1· Π. Ν. Διαθ. 335α 10).
4) Νέος ακόλουθος· φίλος:
σταίνω το φλάμουλόν μου, συνάγω τα παιδία μου τα συνομίληκά μου (Λίβ. P 509· Βυζ. Ιλιάδ. 355).
5) (Προκ. για άνθρωπο απερίσκεπτο, επιπόλαιο):
(Δεφ., Λόγ. 502).
6) Δούλος· νεαρός υπηρέτης:
(Διγ. Z 4144
ένα μισθαργόν, παιδίν του κηπουρού μας (Καλλίμ. 2272).
7) (Σε σχέση με την ηλικία του ανθρώπου)
α) μωρό, νήπιο:
επαίρνει το παιδί … βυζάνου, θεραπεύου το (Βυζ. Ιλιάδ. 154· Χρον. Μορ. P 5966
(προκ. για το Χριστό ως βρέφος):
ήλθον (ενν. οι μάγοι) … και εύρασι το παιδί με την Μαρίαν (Πηγά, Χρυσοπ. 256 (16)
β) παιδί, αγόρι ή κορίτσι:
(Διήγ. Αλ. V 41), (Μαλαξός, Νομοκ. 537
βρέφη και παιδιά (Λίμπον. 462
έκφρ. από παιδίον = από την παιδική ηλικία:
(Αχέλ. 1195
γ) (ειδικά) αγόρι:
παιδιά μικρά και κορασές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 19416
δ) (προκ. για τον Έρωτα):
πολλά μεγάλη χάρη έχει τ’ ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι (Ερωτόκρ. Ά 274
ε) (συνεκδ.) άγαλμα, ομοίωμα μικρού παιδιού:
Εις της φισκίνας γύροθεν ιστέκουνται … γυαλόκοπα παιδία (Λίβ. Esc. 2484
στ) νέος άντρας, παλληκάρι:
η κόρη ή το παιδίν οπού μέλλουν να λάβουν τα μνήστρα (Ασσίζ. 52423
(σε προσφών.):
Ευγενικότατον παιδί, που την ζωήν σου δίδεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [903]).
[αρχ. ουσ. παιδίον. Ο τ. ‑ί στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ίν και σήμ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ. της λ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback