{η}  ορμόνη Subst.  [ormoni, ormonh]

{das}    Subst.
(341)

Etymologie zu ορμόνη

ορμόνη (entlehnt aus) englisch hormone + -όνη altgriechisch ὁρμή


GriechischDeutsch
Φάρμακα, που περιέχουν ορμόνες, αλλά όχι αντιβιοτικάArzneiwaren (ohne solche mit Antibiotika), Hormone enthaltend

Übersetzung bestätigt

Φάρμακα, που περιέχουν αλκαλοειδή ή παράγωγά τους, αλλά όχι ορμόνες ή αντιβιοτικάArzneiwaren, Alkaloide oder ihre Derivate, Jod, Jodverbindungen, Vitamine, jedoch weder Hormone noch Antibiotika enthaltend

Übersetzung bestätigt

Ορμόνες και τα παράγωγά τους· άλλα στεροειδή που χρησιμοποιούνται κυρίως ως ορμόνεςNatürliche, auch synthetisch hergestellte Hormone; ihre hauptsächlich als Hormone gebrauchten Derivate; andere hauptsächlich als Hormone gebrauchte Steroide

Übersetzung bestätigt

Προβιταμίνες, βιταμίνες και ορμόνες· γλυκοζίτες και φυτικά αλκαλοειδή και παράγωγά τους· αντιβιοτικάProvitamine, Vitamine und Hormone, Glykoside, Alkaloide, Antibiotika

Übersetzung bestätigt

Ουσίες με ειδικές βιολογικές δράσεις σε χαμηλές μη τοξικές δόσεις (όπως ορμόνες και μιτωγόνα) μπορεί vα αποτελούν εξαιρέσεις στα κριτήρια ρύθμισης των δόσεων και θα πρέπει vu αξιολογούνται κατά περίπτωση.Substanzen mit spezifischen biologischen Aktivitäten bei geringen nichttoxischen Dosen (wie Hormone und Mitogene) entsprechen möglicherweise nicht den Dosierungskriterien und sollten anhand einer Einzelfallprüfung bewertet werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Hormon
Botenstoff



Griechische Definition zu ορμόνη

ορμόνη η [ormóni] : (βιολ.) καθεμιά από τις οργανικές ουσίες που παράγονται από τα ζώα και τα φυτά σε κάποιο τμήμα του οργανισμού τους αλλά επενεργούν σε κάποιο άλλο τμήμα που μπορεί να απέχει από τον τόπο παραγωγής τους: Zωικές ορμόνες, που παράγονται κυρίως από τους ενδοκρινείς αδένες και προκαλούν ή ρυθμίζουν συγκεκριμένες λειτουργίες του σώματος του ανθρώπου και των ζώων. Aντρικές / γυναικείες ορμόνες. Φυτικές ορμόνες, που παράγονται από τους φυτικούς οργανισμούς και δρουν με τρόπο ανάλογο προς τις ζωικές ορμόνες. Συνθετικές ορμόνες, με λειτουργία αντίστοιχη με αυτή των φυσιολογικών ορμονών.

[λόγ. < αγγλ. horm(one) -όνη < αρχ. ὁρμῶν μεε. του ρ. ὁρμῶ]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback