(κάπ.) = ενώπιον, μπροστά σε κάπ.
4) Στάκτη εις τα μάτια = θόλωμα της όρασης, τύφλωση (πβ. τη σημερ. φρ.
ρίχνω στάκτη στα μάτια κάπ.)
: (Διακρούσ. 11421).
Φρ.
1) Ανοίγουν τα μάτια (μου), βλ. ανοίγω Φρ. 4.
2) Ανοίγω καλά τα αμμάτια μου = εντείνω την προσοχή μου για να αντιληφθώ κ.
: (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426).
3) Ανοίγω τα ομμάτια (κάπ.)
= κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω (πβ. και
ανοίγω Φρ. 6)
: (Ιστ. Βλαχ. 2703).
4) Βάνω το μάτι μου επάνου (σε κάπ.)
= βλέπω, εξετάζω (με τα ίδια μου τα μάτια)
: (Πεντ. Γέν. XLIV 21).
5) Βάνω ύπνο εις τα μάτια (μου), βλ. βάνω (I)13.
6) Βγαίνουν τα μάτια μου, βλ. βγαίνω 1β φρ.
7) Βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.), βλ. βγαίνω 23 φρ.
8) Βλέπω με άγριο μάτι (κάπ.) = έχω εχθρική διάθεση για κάπ.
: (Χίκα, Μονωδ. 89).
9) Βλέπω με τ’ αμμάτια μου = έχω άμεση αντίληψη ενός πράγματος
: (Θρ. Κύπρ. 496).
10) Δεν έχω ομμάτια να δω (κάπ.) = δεν προσέχω κάπ., αποφεύγω να τον δω
: (Σαχλ. Αφήγ. 369).
11) Δε σφαλίζω αμμάτι = δεν μπορώ να κοιμηθώ
: (Στάθ. Ά 276).
12) Έχω κάπ. σαν τα μάτια μου = αγαπώ πολύ κάπ. και τον φροντίζω
: (Κορων., Μπούας 152).
13) Κακύνω το μάτι μου σε κάπ., βλ.
κακύνω Β́2.
14) Κλαίω με μαύρα μάτια (συνεκδ.· πβ. τη φρ.
χύνω μαύρα δάκρυα,
μαύρος 5η) = κλαίω πικρά, θρηνώ
: (Ιστ. Βλαχ. 1208).
15) Κάμνω μάτια, βλ. κάμνω Φρ. 65.
16) Να χαρείς τα μάτια σου = (για δήλωση παράκλησης, ευχής· η φρ. και σήμ.)
: (Φαλιέρ., Ιστ. 549).
17) Ξεφωτίζω τα μάτια μου, βλ. ξεφωτίζω Άβ.
18) Παίζω με το μάτι = κάνω νοήματα, γνέφω
: (Ερωτόκρ. Ά 2121).
19) Παίρνει κάπ.
το αμμάτι μου = βλέπω κάπ. φευγαλέα
: (Φορτουν. Δ́ 35).
20) Στένω το μάτιν σε κάπ. = προσηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα και απειλητικά
: (Πικατ. 21).
21) Φυλάγω (κάπ.)
ως γιόν τα 'μμάτια (μου) = υπερασπίζομαι, προστατεύω (κάπ.)
: (Μαχ. 40827).
22) Χάνω τα μάτια μου = τυφλώνομαι·
(εδώ μεταφ.)
: (Ζήν. Έ 134).
[αρχ. ομμάτιον. Οι τ. αμμάδιν, αμμάτιν, 'μμάτιν, καθώς και τ. 'μμάδιν, και σήμ. κυπρ. Ο πληθ. μάθια και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. αμμάτι στο Βλάχ. Οι τ. μάτιν, ομμάτιν κ.ά. και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ι στο Meursius (‑η)]