{το}  ομμάτιον Subst.  [ommation]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu ομμάτιον

ομμάτιον altgriechisch ὀμμάτιον ὄμμα


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu ομμάτιον.



Griechische Definition zu ομμάτιον

ομμάτιον το· αμμάδιν· αμμάτι· αμμάτιν· εμμάτιν· μάτι· μάτιν· 'μμάτι· 'μμάτιν· ομμάτι· ομμάτιν· πληθ. αμματία· μάθια· μάτιγια· 'μματία.

1)
α) Το όργανο της όρασης, οφθαλμός, μάτι:
(Ερωτόκρ. Ά 1077
ήτον τυφλωμένος το’ ναν τ’ αμμάτι το δεξιό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3814
β) (μεταφ.):
Χίλια μάτιά 'χει ο λογισμός, μερόνυχτα βιγλίζου (Ερωτόκρ. Ά 1083).
2) (Συνεκδ.) βλέφαρο:
δεν εμπόρεσα τη νύχτα να καμνύσω τα μάτια μου να κοιμηθώ (Φορτουν. Ά 247· Ερωφ. Πρόλ. 77).
3) (Συνεκδ.)
α) βλέμμα:
εσήκωσεν … τα μάτια του προς την Ανατολήν (Διγ. Άνδρ. 3602· Πεντ. Δευτ. XI 12
β) η έκφραση του βλέμματος που δηλώνει διάθεση, συναισθήματα, κ.τ.ό.:
έδιδαν φόβον, έχοντες εκ φύσεως ομμάτι φοβερόν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 386· Ζήν. Β́ 424).
4) (Συνεκδ.) η ικανότητα να βλέπει κανείς, όραση:
ο φθόνος … υστέρησέν του τα μάτια και έχασε … το φως του κόσμου (Γεωργηλ., Βελ. Λ 13· Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 62).
5) (Μεταφ.) προσωπική φροντίδα, επιστασία, επίβλεψη:
ουδέν παχύνει το άλογον ωσάν τ’ ομμάτιν του βασιλέως (Σοφιαν., Παιδαγ. 113).
6) (Μεταφ. προκ. για την Κων/πολη) πηγή φωτός:
το μάτι της Ανατολής και της χριστιανοσύνης (Θρ. Κων/π. H 6).
7) (Συνεκδ. προκ. για άνθρωπο):
ήτον (ενν. η θυγατέρα) … νόστιμη που 'παίνα κάθε μάτι (Μαρκάδ. 18· Ερωτόκρ. Ά 528
(με γεν. προσώπου):
τ’ αμμάτι των Τουρκών (Αχέλ. 1327· Ερωφ. Γ́ 163).
8)
α) (Μεταφ. στον πληθ. προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο):
η Σίλα η όμορφη, τα μάτια και το φως μου (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 84
β) (με την αντων. μου ως προσφών. που εκφράζει τρυφερότητα):
Χαρτί σου στέλνω, μάτια μου (Ch. pop. 309
γ) (σε μεταφ. στη γεν. πληθ. με προηγ. τα ουσ. φως, ήλιος, κ.τ.ό., προκ. να δηλωθεί αγαπημένο πρόσωπο):
να 'σαι μοναχή το φως των αμματιών μου (Στάθ. Ιντ. ά 4· Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [30] (έκδ. οιματιών)).
9) (Μεταφ. προκ. για στόμιο κανονιού):
τα κανόνια εσπούσανε κι ανοίγασι τα μάτια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31013).
Εκφρ.
1) Εις τα μάτια (κάπ.) = κατά τη γνώμη, κατά την κρίση κάπ.:
(Πεντ. Γέν. XXI 11, Δευτ. VI 18).
2) Εμπρός στα μάτια (κάπ.) = ενώπιον, μπροστά σε κάπ.:
(Αιτωλ., Μύθ. 2612).
3) Με ανοικτά τα μάτια = χωρίς ύπνο·
(εδώ σε υπερβολή) με τεταμένη προσοχή:
(Ζήν. Γ́ 340).
4) Στάκτη εις τα μάτια = θόλωμα της όρασης, τύφλωση (πβ. τη σημερ. φρ. ρίχνω στάκτη στα μάτια κάπ.):
(Διακρούσ. 11421).
Φρ.
1) Ανοίγουν τα μάτια (μου), βλ. ανοίγω Φρ. 4.
2) Ανοίγω καλά τα αμμάτια μου = εντείνω την προσοχή μου για να αντιληφθώ κ.:
(Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426).
3) Ανοίγω τα ομμάτια (κάπ.) = κάνω κάπ. να δει καλά, διαφωτίζω (πβ. και ανοίγω Φρ. 6):
(Ιστ. Βλαχ. 2703).
4) Βάνω το μάτι μου επάνου (σε κάπ.) = βλέπω, εξετάζω (με τα ίδια μου τα μάτια):
(Πεντ. Γέν. XLIV 21).
5) Βάνω ύπνο εις τα μάτια (μου), βλ. βάνω (I)13.
6) Βγαίνουν τα μάτια μου, βλ. βγαίνω 1β φρ.
7) Βγαίνω (ομπρός) από τα μάτια (κάπ.), βλ. βγαίνω 23 φρ.
8) Βλέπω με άγριο μάτι (κάπ.) = έχω εχθρική διάθεση για κάπ.:
(Χίκα, Μονωδ. 89).
9) Βλέπω με τ’ αμμάτια μου = έχω άμεση αντίληψη ενός πράγματος:
(Θρ. Κύπρ. 496).
10) Δεν έχω ομμάτια να δω (κάπ.) = δεν προσέχω κάπ., αποφεύγω να τον δω:
(Σαχλ. Αφήγ. 369).
11) Δε σφαλίζω αμμάτι = δεν μπορώ να κοιμηθώ:
(Στάθ. Ά 276).
12) Έχω κάπ. σαν τα μάτια μου = αγαπώ πολύ κάπ. και τον φροντίζω:
(Κορων., Μπούας 152).
13) Κακύνω το μάτι μου σε κάπ., βλ. κακύνω Β́2.
14) Κλαίω με μαύρα μάτια (συνεκδ.· πβ. τη φρ. χύνω μαύρα δάκρυα, μαύρος 5η) = κλαίω πικρά, θρηνώ:
(Ιστ. Βλαχ. 1208).
15) Κάμνω μάτια, βλ. κάμνω Φρ. 65.
16) Να χαρείς τα μάτια σου = (για δήλωση παράκλησης, ευχής· η φρ. και σήμ.):
(Φαλιέρ., Ιστ. 549).
17) Ξεφωτίζω τα μάτια μου, βλ. ξεφωτίζω Άβ.
18) Παίζω με το μάτι = κάνω νοήματα, γνέφω:
(Ερωτόκρ. Ά 2121).
19) Παίρνει κάπ. το αμμάτι μου = βλέπω κάπ. φευγαλέα:
(Φορτουν. Δ́ 35).
20) Στένω το μάτιν σε κάπ. = προσηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα και απειλητικά:
(Πικατ. 21).
21) Φυλάγω (κάπ.) ως γιόν τα 'μμάτια (μου) = υπερασπίζομαι, προστατεύω (κάπ.):
(Μαχ. 40827).
22) Χάνω τα μάτια μου = τυφλώνομαι·
(εδώ μεταφ.):
(Ζήν. Έ 134).
[αρχ. ομμάτιον. Οι τ. αμμάδιν, αμμάτιν, 'μμάτιν, καθώς και τ. 'μμάδιν, και σήμ. κυπρ. Ο πληθ. μάθια και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. μάτι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. αμμάτι στο Βλάχ. Οι τ. μάτιν, ομμάτιν κ.ά. και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ι στο Meursius (‑η)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback