οικοκυρά Subst.  [ikokira, oikokyra]

{die}    Subst.
(2)

Etymologie zu οικοκυρά

οικοκυρά mittelgriechisch οἰκοκυρά altgriechisch οἶκος + κύριος


GriechischDeutsch
Κατά την απόδοση ενός ενιαίου καθεστώτος δραστηριότητας σε κάθε άτομο επί του παρόντος χωρίς οικονομική δραστηριότητα, πρέπει να δίδεται προτεραιότητα στην κατάσταση «Άτομα κάτω από την εθνική ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας» σε σχέση με την κατάσταση «δικαιούχοι σύνταξης ή εισοδημάτων κεφαλαίου», στην κατάσταση «δικαιούχοι σύνταξης ή εισοδημάτων κεφαλαίου» σε σχέση με την κατάσταση «σπουδαστές (χωρίς οικονομική δραστηριότητα)» και στην κατάσταση «σπουδαστές (χωρίς οικονομική δραστηριότητα)» σε σχέση με την κατάσταση «οικοκυρές και άλλα άτομα».Bei der Zuordnung eines einzigen Erwerbsstatus zu jeder derzeit nicht erwerbsaktiven Person hat der Status „Personen, die noch nicht das nationale Mindestalter für die Erwerbstätigkeit erreicht haben“ Vorrang gegenüber dem Status „Empfänger von Ruhegehalt oder Kapitalerträgen“, der Status „Empfänger von Ruhegehalt oder Kapitalerträgen“ gegenüber dem Status „Studierende (nicht erwerbsaktiv)“ und der Status „Studierende (nicht erwerbsaktiv)“ gegenüber dem Status „Hausfrauen und –männer und Sonstige“.

Übersetzung bestätigt

Οι συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τις 22 έως τις 24 Ιανουαρίου 1996, κατέστησαν σαφές ότι οι ηλικιωμένοι, οι οικοκυρές και τα άτομα που μετακινούνται σπανίως, θα αποτελέσουν τις κατηγορίες του πληθυσμού, που θα αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες προκειμένου να πεισθούν σχετικά με τη σημασία της καθιέρωσης του Εύρο και της αναγκαιότητας της χρησιμοποίησής του.Die Debatte im Rahmen des Round-Table-Gesprächs, das die Europäische Kommission vom 22. bis 24. Januar 1996 veranstaltete, hat ergeben, daß Senioren, Hausfrauen und wenig mobile Personen jene Bevölkerungsgruppen sind, die am schwersten von der Wichtigkeit des Übergangs zum Euro und von der Notwendigkeit seiner Verwendung zu überzeugen sind.

Übersetzung bestätigt

Οι συζητήσεις στρογγυλής τραπέζης που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από τις 22 έως τις 24 Ιανουαρίου 1996, κατέστησαν σαφές ότι οι ηλικιωμένοι, οι οικοκυρές και τα άτομα που μετακινούνται σπανίως, θα αποτελέσουν τις κατηγορίες του πληθυσμού, που θα αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες προκειμένου να πεισθούν σχετικά με τη σημασία της καθιέρωσης του Εύρω και της αναγκαιότητας της χρησιμοποίησής του.Die Debatte im Rahmen des Round-Table-Gesprächs, das die Europäische Kommission vom 22. bis 24. Januar 1996 veranstaltete, hat ergeben, daß Senioren, Hausfrauen und wenig mobile Personen jene Bevölkerungsgruppen sind, die am schwersten von der Wichtigkeit des Übergangs zum Euro und von der Notwendigkeit seiner Verwendung zu überzeugen sind.

Übersetzung bestätigt

Μεταξύ των συμμετεχόντων στο συνδυασμό, περιλαμβάνεται μια "οικοκυρά" που κατοικεί στη Γκαμπόν, ένα αφρικανικό εμιράτο της Elf, στην καρδιά των δικτύων των καζίνο και των τυχερών παιχνιδιών στην Αφρική, η οποία υποτίθεται ότι θα "συνεισέφερε" 7,5 εκατομμύρια φράγκα.Auf der Liste standen u. a. eine "Hausfrau " aus Gabun, einem afrikanischen Emirat von Elf voller Casinos und Spielhöllen in Afrika, die eine "Spende " in Höhe von 7,5 Mio. Francs geleistet haben soll.

Übersetzung bestätigt

Στην Πολωνία υπάρχουν περίπου έξι εκατομμύρια οικοκυρές.In Polen gibt es rund 6 Millionen Hausfrauen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu οικοκυρά

οικοκυρά η· νοικοκερά· νοικοκυρά· πληθ. νοικοκυράδες· νοικουκυράδες· οικοκυράδες.

1) Οικοδέσποινα, νοικοκυρά:
(Πανώρ. Β́ 25), (Στάθ. Β́ 44).
2)
α) Σύζυγος:
Έζησεν Απολλώνιος με την νοικοκερά του … με τιμήν (Ριμ. Απολλων. [1855]
β) γυναίκα έγγαμη:
τες κόρες τες ανέγλυτες και τες οικοκυράδες (Γεωργηλ., Θαν. 27).
3)
α) Αφέντρα, οικοδέσποινα (σε σχέση με το υπηρετικό προσωπικό):
ήθε’ να του συγκλιθεί (ενν. του Ιωσήφ) κουρφά η νοικοκερά του (Χούμνου, Κοσμογ. 1662
β) (μεταφ.):
νοικοκερά τση θέλησης … και νου μου (Φορτουν. Ιντ. γ́ 44).
4)
α) Ιδιοκτήτρια, κάτοχος:
η ηγουμένη και οικοκυρά του μοναστηρίου (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 1643
(εδώ και διαχειρίστρια κληρονομικής περιουσίας):
Τη θυγατέρα μου αφήνω … νοικοκερά … σ’ ό,τ’ έχω (Διαθ. 17. αι. 678‑9
β) (ειδικ.) ιδιοκτήτρια μισθίου:
(Ασσίζ. 7429).
[<ουσ. οίκος + κυρά. Οι τ. <συνεκφ. με προηγ. λ. που λήγουν σε ‑ν. Ο τ. ‑κερά και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑κυρά στο Βλάχ. και σήμ. Οι πληθ. νοικο‑ και οικο‑ στο Du Cange (λ. οικοκυρός). Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback