ξυρίζω Verb  [ksirizo, ksyrizw]

  Verb
(0)

Etymologie zu ξυρίζω

ξυρίζω spätgriechisch altgriechisch ξυρόν


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ξυρίζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξυρίζωξυρίζουμε, ξυρίζομεξυρίζομαιξυριζόμαστε
ξυρίζειςξυρίζετεξυρίζεσαιξυρίζεστε, ξυριζόσαστε
ξυρίζειξυρίζουν(ε)ξυρίζεταιξυρίζονται
Imper
fekt
ξύριζαξυρίζαμεξυριζόμουν(α)ξυριζόμαστε, ξυριζόμασταν
ξύριζεςξυρίζατεξυριζόσουν(α)ξυριζόσαστε, ξυριζόσασταν
ξύριζεξύριζαν, ξυρίζαν(ε)ξυριζόταν(ε)ξυρίζονταν, ξυριζόντανε, ξυριζόντουσαν
Aoristξύρισαξυρίσαμεξυρίστηκαξυριστήκαμε
ξύρισεςξυρίσατεξυρίστηκεςξυριστήκατε
ξύρισεξύρισαν, ξυρίσαν(ε)ξυρίστηκεξυρίστηκαν, ξυριστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξυρίσει
έχω ξυρισμένο
έχουμε ξυρίσει
έχουμε ξυρισμένο
έχω ξυριστεί
είμαι ξυρισμένος, -η
έχουμε ξυριστεί
είμαστε ξυρισμένοι, -ες
έχεις ξυρίσει
έχεις ξυρισμένο
έχετε ξυρίσει
έχετε ξυρισμένο
έχεις ξυριστεί
είσαι ξυρισμένος, -η
έχετε ξυριστεί
είστε ξυρισμένοι, -ες
έχει ξυρίσει
έχει ξυρισμένο
έχουν ξυρίσει
έχουν ξυρισμένο
έχει ξυριστεί
είναι ξυρισμένος, -η, -ο
έχουν ξυριστεί
είναι ξυρισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξυρίσει
είχα ξυρισμένο
είχαμε ξυρίσει
είχαμε ξυρισμένο
είχα ξυριστεί
ήμουν ξυρισμένος, -η
είχαμε ξυριστεί
ήμαστε ξυρισμένοι, -ες
είχες ξυρίσει
είχες ξυρισμένο
είχατε ξυρίσει
είχατε ξυρισμένο
είχες ξυριστεί
ήσουν ξυρισμένος, -η
είχατε ξυριστεί
ήσαστε ξυρισμένοι, -ες
είχε ξυρίσει
είχε ξυρισμένο
είχαν ξυρίσει
είχαν ξυρισμένο
είχε ξυριστεί
ήταν ξυρισμένος, -η, -ο
είχαν ξυριστεί
ήταν ξυρισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξυρίζωθα ξυρίζουμε, θα ξυρίζομεθα ξυρίζομαιθα ξυριζόμαστε
θα ξυρίζειςθα ξυρίζετεθα ξυρίζεσαιθα ξυρίζεστε, θα ξυριζόσαστε
θα ξυρίζειθα ξυρίζουν(ε)θα ξυρίζεταιθα ξυρίζονται
Fut
ur
θα ξυρίσωθα ξυρίσουμε, θα ξυρίζομεθα ξυριστώθα ξυριστούμε
θα ξυρίσειςθα ξυρίσετεθα ξυριστείςθα ξυριστείτε
θα ξυρίσειθα ξυρίσουν(ε)θα ξυριστείθα ξυριστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξυρίσει
θα έχω ξυρισμένο
θα έχουμε ξυρίσει
θα έχουμε ξυρισμένο
θα έχω ξυριστεί
θα είμαι ξυρισμένος, -η
θα έχουμε ξυριστεί
θα είμαστε ξυρισμένοι, -ες
θα έχεις ξυρίσει
θα έχεις ξυρισμένο
θα έχετε ξυρίσει
θα έχετε ξυρισμένο
θα έχεις ξυριστεί
θα είσαι ξυρισμένος, -η
θα έχετε ξυριστεί
θα είστε ξυρισμένοι, -ες
θα έχει ξυρίσει
θα έχει ξυρισμένο
θα έχουν ξυρίσει
θα έχουν ξυρισμένο
θα έχει ξυριστεί
θα είναι ξυρισμένος, -η, -ο
θα έχουν ξυριστεί
θα είναι ξυρισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξυρίζωνα ξυρίζουμε, να ξυρίζομενα ξυρίζομαινα ξυριζόμαστε
να ξυρίζειςνα ξυρίζετενα ξυρίζεσαινα ξυρίζεστε, να ξυριζόσαστε
να ξυρίζεινα ξυρίζουν(ε)να ξυρίζεταινα ξυρίζονται
Aoristνα ξυρίσωνα ξυρίσουμε, να ξυρίσομενα ξυριστώνα ξυριστούμε
να ξυρίσειςνα ξυρίσετενα ξυριστείςνα ξυριστείτε
να ξυρίσεινα ξυρίσουν(ε)να ξυριστείνα ξυριστούν(ε)
Perfνα έχω ξυρίσει
να έχω ξυρισμένο
να έχουμε ξυρίσει
να έχουμε ξυρισμένο
να έχω ξυριστεί
να είμαι ξυρισμένος, -η
να έχουμε ξυριστεί
να είμαστε ξυρισμένοι, -ες
να έχεις ξυρίσει
να έχεις ξυρισμένο
να έχετε ξυρίσει
να έχετε ξυρισμένο
να έχεις ξυριστεί
να είσαι ξυρισμένος, -η
να έχετε ξυριστεί
να είστε ξυρισμένοι, -ες
να έχει ξυρίσει
να έχει ξυρισμένο
να έχουν ξυρίσει
να έχουν ξυρισμένο
να έχει ξυριστεί
να είναι ξυρισμένος, -η, -ο
να έχουν ξυριστεί
να είναι ξυρισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξύριζεξυρίζετεξυρίζεστε
Aoristξύρισεξυρίστεξυρίσουξυριστείτε
Part
izip
Presξυρίζονταςξυριζόμενος
Perfέχοντας ξυρίσει, έχοντας ξυρισμένοξυρισμένος, -η, -οξυρισμένοι, -ες, -α
InfinAoristξυρίσειξυριστεί





Griechische Definition zu ξυρίζω

ξυρίζω [ksirízo] -ομαι : 1.κόβω σύρριζα με ξυράφι τις τρίχες του σώματος, κυρίως τα γένια και το μουστάκι: ξυρίζω με ξυράφι / με ξυριστική μηχανή. Tον έκοψε ο κουρέας καθώς τον ξύριζε. Ξυρίζεται κάθε μέρα. Mια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του. Δεν είσαι καλά ξυρισμένος. Ξυρίζει τα πόδια / τις μασχάλες της. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback