{ο}  μοχλός Subst.  [mochlos, moxlos]

{der}    Subst.
(119)

Etymologie zu μοχλός

μοχλός altgriechisch μοχλός


GriechischDeutsch
Μη αυτόματα δοχεία λίπανσης, βαλβίδες λίπανσης, δακτύλιοι στεγανότητας ελαίου, βολάν χειρισμού, μοχλοί, χειρολαβές, προστατευτικά περιβλήματα και πλαίσια μηχανώνNicht selbsttätige Schmiermittelbehälter, Schmiernippel, Öldichtungsringe, Handräder, Hebel, Handgriffe, Sicherheitsvorrichtungen und Bodenplatten für Maschinen

Übersetzung bestätigt

Στη στήλη υπάρχει ένας μοχλός/πεντάλ για την ανύψωση του στηρίγματος του θερμαντικού σώματος αργά.Der Ständer muss mit einem Hebel/Pedal versehen sein, mit dem die Halterung für den Heizkörper langsam angehoben werden kann.

Übersetzung bestätigt

Επιπλέον, για οχήματα των κατηγοριών M2 και N2 (< 5 τόνων), το ηλεκτρικό όργανο χειρισμού της πέδησης με ανάκτηση μπορεί να είναι χωριστός διακόπτης ή μοχλός.Bei Fahrzeugen der Klassen M2 und N2 (< 5 Tonnen) kann die Betätigungseinrichtung der elektrischen Bremsanlage mit ein eigener Schalter oder Hebel sein.

Übersetzung bestätigt

Το πρώτο μέρος της πέδης είναι είτε ο μοχλός που ενεργοποιεί το έκκεντρο της πέδης ή συναφή στοιχεία (σύστημα πέδησης αδρανείας με μηχανική μετάδοση) ή ο κύλινδρος της πέδης (σύστημα πέδησης αδρανείας με υδραυλική μετάδοση).Als erster Teil der Bremse gilt entweder der Hebel, der den Bremsnocken oder ähnliche Konstruktionselemente betätigt (Auflaufbremssystem mit mechanischer Übertragung), oder der Radbremszylinder (Auflaufbremssystem mit hydraulischer Übertragung).

Übersetzung bestätigt

Ως «μοχλός» νοείται οποιαδήποτε διάταξη που αποτελείται από έναν βραχίονα περιστρεφόμενο σε υπομόχλιο, με τη βοήθεια του οποίου ενεργοποιείται κάποιος λειτουργικός μηχανισμός του οχήματος.„Handhebel“ einen Hebel, den der Fahrzeugführer mit der Hand betätigt;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu μοχλός

μοχλός ο [moxlós] : 1α. απλή μηχανή που συνήθ. αποτελείται από μία ράβδο η οποία μπορεί να κινείται γύρω από ένα σταθερό σημείο, και χρησιμοποιείται για να πολλαπλασιάζει τη δύναμη που ασκείται σε μια αντίσταση: Tα τρία είδη των μοχλών διαφοροποιούνται από τη θέση που έχει το υπομόχλιο σε σχέση με τους δύο μοχλοβραχίονες. Για να μετακινήσεις τη βαριά πέτρα, χρησιμοποίησε ένα λοστό για μοχλό. β. εξάρτημα μηχανήματος ή μηχανισμού όμοιο με μοχλό, με το οποίο ο χειριστής προκαλεί ή ρυθμίζει τη λειτουργία του: Ο μοχλός ταχυτήτων του αυτοκινήτου, το λεβιέ. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback