κόπτω Verb  [kopto, koptw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu κόπτω

κόπτω altgriechisch κόπτω proto-indogermanisch *kop-[1] (χτυπώ, πελεκώ)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
τεμαχίζω
κόβω
τέμνω
μαχαιρώνω (στην έννοια του χτυπώ)
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu κόπτω.



Griechische Definition zu κόπτω

κόπτω· κόβγω· κόβω· κόφθω· κόφτω.

I. Ενεργ.
Α´ Μτβ.
1) Χτυπώ:
(Πόλ. Τρωάδ. 7044).
2)
α) Κόβω κ. (με οξύ όργανο):
με σκληρό σπαθί του κόβγει το κεφάλι (Ζήν. Γ´ 324
β) σπάζω, τσακίζω, τεμαχίζω:
πιάνει μια βαριά και κόφτει τους περάτες (Φαλιέρ., Ιστ. 197· Ιερακοσ. 38311
γ) λατομώ:
έκοψαν μάρμαρα (Hagia Sophia ω 5372 κριτ. υπ).
3)
α) Κάνω σε κάπ. περιτομή:
έναι περιτετμημένος … και τον έκοψαν όταν τον επήραν σκλάβον (Ιστ. πατρ. 1091
β) διαμελίζω, ξεσκίζω:
Ήκοβγε μέσες και μεριά, κορμιά από πάνω ως κάτω (Ερωτόκρ. Δ´ 1057
τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια (Ch. pop. 737
γ) σφάζω, θανατώνω:
έκοψεν άνδρες χιλιάδες επτά (Byz. Kleinchron. Α´ 30116
κόβγουσιν χώρες και λαόν (Θρ. Κύπρ. 833).
4) Διαπερνώ, τρυπώ:
κρούσας … την … ασπίδαν … έκοψεν τας έξι βύρσας (Ερμον. M 64).
5)
α) (Προκ. για μαλλιά) κουρεύω:
έκοψε το γένειον (Οψαρ. 36241
β) μαδώ:
η κόρη θρηνωδούσα τα μαλλιά της έκοπτεν (Διγ. Α 2646).
6) Κάνω τομή, εγχειρίζω:
φέρνω έναν ιατρόν … κόβγει τον (ενν. τον σκλάβον) κακά οπού ουδέν έπρεπε να τον κόψει (Ασσίζ. 17710, 11).
7) Χαράζω, λαξεύω:
γράμματα κεκομμένα (Βέλθ. 382
Είδε κἀκεί τον Λέανδρον εκ λίθου κεκομμένου (Βέλθ. 456).
8) Κατατρίβω, φθείρω:
Κόφτεται η πέτρα με σκοινί (Τζάνε, Κρ. πόλ. 35421).
9) Καταβάλλω· αφανίζω:
θάνατος έκοψεν αυτού νεότητος το κάλλος (Διγ. Z 4476).
10) (Προκ. για χρήματα) «χαλάω», ξοδεύω:
το έκοψες (ενν. το υπέρπυρον) <και έπιες> και εχαροκοπήθης (Πουλολ. 154).
11) Κάνω τάφρο (για να μπει το νερό της θάλασσας):
εκόψαν την θάλασσαν και επερικυκλώσαν την (ενν. την Πάφον) (Μαχ. 35814‑5).
12) Διασχίζω, διατρέχω (φεύγοντας από κ. ή κάπ.):
Κόπτει ο λύκος το βουνίν, η αλωπού το δάσος (Διήγ. παιδ. 1072).
13) Αποκόπτω από τον ανεφοδιασμό, πολιορκώ:
Το Ρέθεμνος σαν έκοψε κι ήθελε το νικήσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23517).
14) Ανακόπτω τη ροή:
το νερό ’χε κόψει στη χώρα να μην έρχεται (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25322).
15) Διακόπτω:
κόψω και τούτον τον ειρμόν, πλάτος ο λόγος έχει (Λίβ. Sc. 3026).
16)
α) Περικόπτω, καταργώ, αφαιρώ:
ως … πατριάρχης … έκοψε τα χίλια φλωρία του πεσκεσίου (Ιστ. πατρ. 1791· Rechenb. 303
κόφτει (ενν. ο θάνατος) τες ημέρες του (Ιστ. Βλαχ. 2844
β) απαλλάσσω κάπ. από κ.:
έκοψε τους καλογέρους της μονής … από στρατείαν και καπνικόν (Νεκρολ. φ. 69r).
17) Συγκρατώ, εμποδίζω, ματαιώνω:
έκοψεν την … του Αχιλλέως ορμήν (Τρωικά 52620
τούτου την βουλήν ουκ ηδυνήθην κόψαι (Βέλθ. 66).
18) Καταργώ, παύω:
επέψαν … πολλούς λας των αρμάτων να κόψουν το σκάνταλον (Μαχ. 2304).
19) Λύνω, ακυρώνω:
εκόψασι τες σύβασες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 41610
κόπτω τον όρκον οπού έποισα (Λίβ. Esc. 3979).
20) Ορίζω, καθορίζω:
σύρε να κόψομε διαθήκη εγώ και εσύ (Πεντ. Γέν. XXXI 44).
21)
α) Ενοχλώ, στενοχωρώ, βάζω σε έγνοια:
λογισμοί έκοπτον αυτού πονηροί την καρδίαν (Διγ. Gr. 1364
κόπτει την η φροντίδα (Φλώρ. 1243
β) βασανίζω, παιδεύω:
(Ερωτοπ. 153).
22) Πραγματοποιώ:
εξάμωνε πλατέα και έκοπτε στενά (Χειλά, Χρον. 355).
Β´ Αμτβ.
1)
α) Είμαι οξύς, κοφτερός:
το σπαθί τ’ Αγαρηνού πώς έκοφτε να δούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5206
β) έχω δυνατότητα να σφάζω· θανατώνω:
οι Ρωμιοί εσώσανε κι εκόφταν τ’ άρματά τως (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1722).
2) Τεμαχίζω (το ψωμί, το φαγητό):
(Τριβ., Ρε 206).
3) Δέρνομαι, θρηνώ:
κλαί’ και κόπτει και θρηνεί (Φυσιολ. (Legr.) 734).
4) Βλάπτω:
πράξις γαρ η ασύμβουλος ουκ ωφελεί, αλλά κόπτει (Σπαν. A 335).
II. Μέσ.
1)
α) Χωρίζομαι σε μέρη:
η στράτα … εις εκατόν εκόπτετον μικρά μονοπατίτσια (Λίβ. P 1114
β) σπάζω:
εβγήκε (ενν. η σαΐτα), μα μέσα πρώτα εκόπηκε (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1298]).
2)
α) Φροντίζω, ενδιαφέρομαι:
(Απόκοπ. 149
β) ανησυχώ, στεναχωρούμαι, υποφέρω:
η κόρη κόπτεται δι’ εσάς και εσείς αμερεμνάτε; (Λίβ. Esc. 2953
ταις εννοίαις κόπτεται (Καλλίμ. 1766).
3) Δέρνομαι:
έκλαιον πικρώς και εκόπτοντο (Ιστ. Βατοπ. 40
(με τις αιτιατ. θρήνον, κοπετόν):
(Φλώρ. 400), (Δούκ. 17117).
4) Διακόπτομαι, παύω:
εχάθηκεν ο ύπνος της, εκόπη το φαητό τση (Ερωτόκρ. Α´ 1319
κόβεται η λαλιά μου (Απόκοπ. (Παναγ.) 513).
Φρ.
1) Κόπτω μαύρα = μαυροφορώ (από πένθος):
(Βουστρ. 3415).
2) Κόπτω την πνοή κάπ. = αφαιρώ τη ζωή κάπ., θανατώνω:
(Κυπρ. ερωτ. 1134).
3) Κόπτω φωνή = βάζω φωνή, κραυγάζω:
(Κάτης 85).
4) Με κόβγει η έγνοια = ανησυχώ, νοιάζομαι:
(Ερωφ. Α´ 527).
5) Με κόπτει ίδρος = ιδρώνω από ψυχική ένταση:
(Ch. pop. 574).
6) Με κόφτει (διά κ.) = ανησυχώ, ενδιαφέρομαι, φροντίζω για κ.:
(Θεματογραφία 11).
7) Κόβεται η καρδιά μου =
(α) εξαντλούμαι, λιποθυμώ:
(Θυσ. 191
(β) λιποθυμώ, δειλιάζω:
(Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1081]).
8) Κόβονται τα πόδια μου (ή τα μέλη μου) = «κόβεται» η δύναμή μου, αποκάμνω (εξαιτίας έντονου συναισθήματος):
(Ερωφ. Δ´ 214), (Πανώρ. Γ´ 534).
9) Κόβονται τα σωθικά μου = εξαντλούμαι, αποκάμνω (από έντονο συναίσθημα):
(Ευγέν. 1010).
Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
1) Κουρασμένος, άτονος:
τα πρικαμένα μου μέλη γροικώ κομμένα (Ερωφ. Ε´ 267).
2) Απόκρημνος:
χαράκια … ριζιμιά και κομμένα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 460).
3) Αποκομμένος, ερημικός:
ηγή κομμένη (Πεντ. Λευιτ. XVI 22).
[αρχ. κόπτω. Ο τ. βγω στο Meursius (βγειν) και σήμ. κυπρ. Οι τ. φτω (Βλάχ.) και βω και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback