{το}  κουτάλι Subst.  [kutali, koytali]

{der}    Subst.
(391)
{der}    Subst.
(26)

Etymologie zu κουτάλι

κουτάλι κουτάλιν κώταλις (: η κουτάλα)


GriechischDeutsch
Κουβάδες, κάδοι, φτυάρια, κουτάλια, αρπάγες και λαβίδες, για τις μηχανές και συσκευές των κλάσεων 8426, 8429 ή 8430Eimer, Kübel, Schaufeln, Löffel, Greifer und Zangen, für Maschinen, Apparate und Geräte der Pos. 8426, 8429 oder 8430

Übersetzung bestätigt

Επιτραπέζια είδη, είδη κουζίνας ή άλλα είδη οικιακής χρήσης, καθώς και εξαρτήματά τους, από αργίλιο (εκτός από συρμάτινους σπόγγους, σύρμα τριψίματος, γάντια και παρόμοια είδη για τον καθαρισμό ή τη στίλβωση μεταλλικών επιφανειών, εκτός από τα πάσης φύσης δοχεία της κλάσης 7612, εκτός από είδη που έχουν το χαρακτήρα εργαλείων, είδη μαχαιροποιίας, κουτάλια, κουτάλες και άλλα είδη των κλάσεων 8211 έως 8215, καθώς και εκτός από διακοσμητικά είδη, είδη κρουνοποιίας και είδη υγιεινής)Haushaltsartikel, Hauswirtschaftsartikel, und Teile davon, aus Aluminium (ausg. Schwämme, Putzlappen, Handschuhe und ähnl. Waren, Kannen, Dosen und ähnl. Behälter der Pos. 7612, Artikel mit Werkzeugcharakter, Löffel, Schöpfkellen, Gabeln und andere Waren der Pos. 8211 bis 8215, Ziergegenstände, Armaturen sowie Sanitär-, Hygieneoder Toilettenartikel)

Übersetzung bestätigt

Επιτραπέζια είδη, είδη κουζίνας ή άλλα είδη οικιακής χρήσης, καθώς και εξαρτήματά τους, από χαλκό (εκτός από συρμάτινους σπόγγους, σύρμα τριψίματος, γάντια και παρόμοια είδη για τον καθαρισμό ή τη στίλβωση μεταλλικών επιφανειών, εκτός από τις συσκευές μαγειρεύματος και θέρμανσης, εκτός από τα πάσης φύσης δοχεία της κλάσης 7419, εκτός από είδη που έχουν το χαρακτήρα εργαλείων, είδη μαχαιροποιίας, κουτάλια, κουτάλες κλπ., εκτός από διακοσμητικά είδη, καθώς και εκτός από είδη υγιεινής)Haushaltsartikel, Hauswirtschaftsartikel, und Teile davon, aus Kupfer (ausg. Schwämme, Putzlappen, Handschuhe und ähnl. Waren, Kochund Heizgeräte der Pos. 7417, Kannen, Dosen und ähnl. Behälter der Pos. 7419, Artikel mit Werkzeugcharakter, Schneidwaren, Löffel, Schöpfkellen usw., Ziergegenstände sowie Sanitär-, Hygieneoder Toilettenartikel)

Übersetzung bestätigt

Είδη οικιακής χρήσης ή οικιακής οικονομίας και μέρη αυτών, από σίδηρο (εκτός του χυτοσίδηρου) ή από χάλυβα άλλον από τον ανοξείδωτο (εκτός των σμαλτωμένων, καθώς και εκτός από μπιτόνια, κουτιά και παρόμοια δοχεία της κλάσης 7310, καλάθια απορριμμάτων, φτυάρια, τιρμπουσόν και άλλα είδη που έχουν χαρακτήρα εργαλείων, κοπτικά εργαλεία, κουτάλια, κουτάλες, πηρούνια κλπ. των κλάσεων 8211 έως 8215, αντικείμενα διακόσμησης και είδη υγιεινής ή ευπρεπισμού)Haushaltsartikel, Hauswirtschaftsartikel, und Teile davon, aus Eisen (ausg. Gusseisen) oder anderem als nichtrostendem Stahl (ausg. emaillierte Artikel; Kannen, Dosen und ähnl. Behälter der Pos. 7310; Abfallkörbe; Schaufeln, Korkenzieher und andere Artikel mit Werkzeugcharakter; Schneidwaren sowie Löffel, Schöpfkellen, Gabeln usw. der Pos. 8211 bis 8215; Ziergegenstände; Sanitär-, Hygieneoder Toilettenartikel)

Übersetzung bestätigt

Είδη οικιακής χρήσης ή οικιακής οικονομίας και μέρη αυτών, από σίδηρο (εκτός του χυτοσίδηρου) ή από χάλυβα άλλον από τον ανοξείδωτο, σμαλτωμένα (εκτός από μπιτόνια, κουτιά και παρόμοια δοχεία της κλάσης 7310, καλάθια απορριμμάτων, φτυάρια και άλλα είδη που έχουν χαρακτήρα εργαλείων, κουτάλια, κουτάλες κλπ. της κλάσης 8211 έως 8215, αντικείμενα διακόσμησης, καθώς και είδη υγιεινής ή ευπρεπισμού)Haushaltsartikel, Hauswirtschaftsartikel, und Teile davon, aus Eisen (ausg. Gusseisen) oder anderem als nichtrostendem Stahl, emailliert (ausg. Kannen, Dosen und ähnl. Behälter der Pos. 7310; Abfallkörbe; Schaufeln und andere Artikel mit Werkzeugcharakter; Löffel, Schöpfkellen usw. der Pos. 8211 bis 8215; Ziergegenstände; Sanitär-, Hygieneoder Toilettenartikel)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu κουτάλι

κουτάλι το [kutádiv] : επιτραπέζιο, μεταλλικό κυρίως, σκεύος με μακριά λαβή στην άκρη της οποίας σχηματίζεται πλατιά και αβαθής κοιλότητα, και με το οποίο τρώγεται η σούπα και άλλα υδαρή φαγητά: Mαχαίρια, κουτάλια, πιρούνια, τα μαχαιροπίρουνα. Γλυκό* του κουταλιού. (έκφρ.) τρώω κτ. με το κουτάλι, σε μεγάλη ποσότητα: Tρώει το μέλι με το κουτάλι. ΦΡ κάποιος τρώει με χρυσά* κουτάλια. έφαγα τη ζωή με το κουτάλι, για μακρόχρονη και πλούσια εμπειρία. έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι, συνήθ. για ναυτικό που έχει ταξιδέψει πολύ και έχει αποκτήσει πολλές εμπειρίες. || η κουταλιά: Δύο κουτάλια ζάχαρη. κουταλάκι το YΠΟKΟΡ: κουτάλι του γλυκού / του καφέ. (έκφρ.) μαζεύω κπ. με το κουτάλι, σε κακή κατάσταση, ιδίως ύστερα από δυστύχημα.

[μσν. κουτάλι(ν) υποκορ. του ελνστ. κώταλις ἡ `κουτάλα΄ ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback