κοσμικός Adj.  [kosmikos]

  Adj.
(1)
  Adj.
(1)
  Adj.
(1)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

Etymologie zu κοσμικός

κοσμικός (συμπαντικός) (λόγιο) altgriechisch κοσμικός[1]


GriechischDeutsch
κοσμικόςkosmisch

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
κοσμικός -ή -ό

Grammatik

Noch keine Grammatik zu κοσμικός.



Griechische Definition zu κοσμικός

κοσμικός, επίθ.

1) Που ανήκει στον κόσμο, στο σύμπαν:
(Βίος Αλ. 519).
2) Λαϊκός, πολιτικός (ως αντίθ. του εκκλησιαστικός, μοναχικός):
των κοσμικών μου φορεμάτων διαλυθέντων ερασοφορήσαμεν (Ψευδο-Σφρ. 56835· Βακτ. αρχιερ. 157).
3) Eγκόσμιος, επίγειος (ως αντίθ. του μεταθανάτιος):
(Κορων., Μπούας 70
κοσμικήν ζωήν (Φαλιέρ., Ρίμ. 39).
4) Bιοτικός, υλικός:
εις φροντίδες κοσμικές φθείρομεν τον καιρόν μας (Πένθ. θαν. 463).
5) (Προκ. για έγγαμο ιερέα):
(Byz. Kleinchron. Α´ 8028).
Το αρσ. ως ουσ. = λαϊκός (ως αντίθ. του ιερωμένος):
ούτε καλόγηρος ούτε κοσμικός (Παρθεν., Γράμμ. 228).
Ο πληθ. του ουδ. ως ουσ. = τα εγκόσμια, η επίγεια ζωή, τα υλικά αγαθά:
τα ψυχικά να συντηράς, τα κοσμικά ν’ αφήσεις (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 254).
[αρχ. επίθ. κοσμικός. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback