κολοσσός altgriechisch κολοσσός, άγνωστης προέλευσης, πιθανόν δάνειο από γλώσσα του Αιγαίου ή της Μεσογείου. Ίσως συγγενικό του και το κολοφών.[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Ο μύθος μίας ΕΕ η οποία είναι ένας αδιόρθωτος κολοσσός έχει τόσο βαθιές ρίζες ώστε ελάχιστοι με πιστεύουν στην πατρίδα μου όταν τους αναφέρω ότι ακόμα και για τη Σουηδία το καθαρό κόστος για την ΕΕ αντιστοιχεί στο 1% μόλις του κρατικού προϋπολογισμού, ότι σε πραγματικές τιμές δεν αυξάνει ο προϋπολογισμός και ότι η εφαρμογή του κοινοτικού προϋπολογισμού εξασφαλίζει την επιστροφή στο σουηδικό κορβανά της σουηδικής συνεισφοράς κάθε χρόνο. | Das Bild von der EU als einem schwerfälligen Koloss ist so stark verwurzelt, dass mir kaum Glauben geschenkt wird, wenn ich argumentiere, dass auch für Schweden die Nettokosten für die EU nur 1 % des Staatshaushalts ausmachen, dass der Haushalt in realen Werten sich nicht erhöht und dass die schwedische Staatskasse mit der Umsetzung von Maßnahmen jährlich einen großen Teil der Beiträge zurückerhält. Übersetzung bestätigt |
Οι τρεις αμερικανικοί κολοσσοί που έχουν το 75-80 % της παγκόσμιας αγοράς της μπανάνας και οι οποίοι στην Ευρώπη κρατούν το 70 % παρά την ύπαρξη της κοινοτικής παραγωγής, θέλουν να τα έχουν όλα. | Die drei großen amerikanischen Kolosse, die 75 bis 80 % des Weltbananenmarktes beherrschen und auch in Europa trotz der Gemeinschaftsproduktion einen Marktanteil von 70 % erreichen, möchten aufs Ganze gehen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
κολοσσός ο [kolosós] : 1. (αρχαιολ.) ονομασία αγάλματος, συνήθ. ανδρικού, τεράστιων διαστάσεων: Ο κολοσσός της Ρόδου. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος που έχει πολύ μεγάλες διαστάσεις: Ξενοδοχείο κολοσσός. Θαλάσσιος κολοσσός, για υπερωκεάνιο, τάνκερ κτλ. Aυτός ο άνδρας είναι ένας κολοσσός, πάρα πολύ ψηλός και εξαιρετικά σωματώδης. || H Iαπωνία έγινε μετά τον πόλεμο ένας βιομηχανικός κολοσσός. β. που έχει μια θετική ιδιότητα σε πολύ υψηλό βαθμό: κολοσσός της επιστήμης.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.