κατασταίνω Verb  [katasteno, katastainw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu κατασταίνω

κατασταίνω Etymologie fehlt


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu κατασταίνω.



Griechische Definition zu κατασταίνω

κατασταίνω· αόρ. εκατάσθησα· (ε)κατάστησα· (ε)κατέστεσα· εκατέστησα· μτχ. ενεστ. καταστάμενος· καταστούμενος· μτχ. παρκ. καταστεμένος· καταστημένος.

I. Ενεργ.
Α´ Μτβ.
1)
α) Καθιστώ (με κατηγ.)· καταντώ:
την εκατεστέσετε κυρίαν όλου του σπιτιού σας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 418
με καταστέσασι πλια δυστυχή του κόσμου (Λίμπον. 452
β) δημιουργώ (κατάσταση), προκαλώ, προξενώ:
Εσύ τες εκατέστησες τες ατυχιές ετούτες (Γεωργηλ., Θαν. 591
γ) μεταβάλλω:
από γυναίκα θεριόν σε κατασταίνει (ενν. ο πόθος) (Πιστ. βοσκ. IV 2, 39).
2) Διορίζω κάπ., εγκαθιστώ (σε αξίωμα):
να καταστήσει πρεσβυτέρους και επισκόπους (Μορεζίν., Λόγ. 468).
3) Ιδρύω:
Ξενιώνα εκατέστησεν ωραία η Μαργαρώνα (Ιμπ. 706).
4) Φέρνω σε μια κατάσταση· πείθω:
να τον καταστήσουν να ποίσει τον πρίντζην και την βουλήν να συγκατεβούν (Μαχ. 39030).
5) Διατάζω:
εκατάστησεν ο άνωθεν Αντώνης τον άνωθεν Τζανίκον να πάγει εις το καστέλλιν (Βουστρ. 20215).
6) Κατορθώνω:
Ο ρήγας εκατάστησε να έλθουν οι δυσικοί απάνω τους Σαρακηνούς (Μαχ. 1161).
7)
α) Ενεργώ:
πονηρά εκαταστήσαν (Μαχ. 3408
β) κανονίζω, τακτοποιώ, διευθετώ:
να καταστέσει τα ακατάστατα (Μορεζίν., Λόγ. 468).
8) Κυριεύω:
Αφόν γαρ εκατέστησεν την χώραν Ανδραβίδος (Χρον. Μορ. P 1442).
Β´ (Αμτβ.) εξασθενώ:
ως μούστος … κρούγω και κατασταίνω (Ch. pop. 36).
II. Μέσ.
1) Γίνομαι, καθίσταμαι:
κατεστάθη η όψη της ωσάν καναβατσένη (Χούμνου, Κοσμογ. 1142).
2) Καταντώ:
άνοστος κατασταίνεται ο πόθος, σα γεράσει (Ερωτόκρ. Α´ 1730).
3) Διορίζομαι, εγκαθίσταμαι, τοποθετούμαι:
σαν εκαταστάθηκε σ’ αυτήν την δεσποτείαν (Κορων., Μπούας 5).
4) Συναινώ, συγκατατίθεμαι:
εκείνη κατασταίνεται … όποιος την δώσει πλήρωμα εις το σπίτιν της να γνέψει (Σαχλ. N 279).
Φρ.
1) Κατασταίνω εις φόρον = επιβάλλω φορολογία:
(Ριμ. Βελ. ρ 253).
2) Κατασταίνω χαράν = οργανώνω διασκέδαση:
(Φλώρ. 137).
Η μτχ. ενεστ. καταστάμενος ως επίθ. = ηλικιωμένος:
(Ερωτόκρ. Α´ 85).
Η μτχ. ενεστ. καταστούμενος ως επίθ. =
1) Που αρμόζει, που ταιριάζει:
δεν είναι καταστούμενο να κάμομε έτσι (Πεντ. Έξ. VIII 22).
2) Hλικιωμένος:
γυναίκα καταστούμενον άλλου καιρού και χρόνου (Λόγ. παρηγ. Ο 607).
Η μτχ. παρκ. καταστημένος ως επίθ. = καθορισμένος, νόμιμος:
Ένι καταστημένον με την ασσίζαν των Ιεροσολύμων (Ασσίζ. 42321).
[<αρχ. καθίστημι. Η μτχ. ενεστ. στάμενος και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., Πιτυκ., Παπαχριστ.). Η λ. στο Βλάχ. (στέ‑) και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Β´, Andr., λ. καθίστημι)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback