καθαρός Adj.  [katharos]

  Adj.
(412)
  Adj.
(6)
  Adj.
(1)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Ο χώρος στον οποίο ξαπλώνουν τα ζώα πρέπει να είναι άνετος, καθαρός και κατάλληλα αποστραγγιζόμενος και να μην βλάπτει τους μόσχους.Die Fläche zum Liegen muss bequem, sauber und ausreichend drainiert sein und darf den Kälbern keinen Schaden zufügen.

Übersetzung bestätigt

να εξασφαλίζουν ότι ο εξοπλισμός εκφόρτωσης και αποβίβασης που έρχεται σε επαφή με τα αλιευτικά προϊόντα αποτελείται από υλικά που καθαρίζονται και απολυμαίνονται εύκολα και διατηρείται καθαρός και σε καλή κατάστασηsicherstellen, dass Entladeund Anlandungsvorrichtungen, die mit Fischereierzeugnissen in Berührung kommen, aus leicht zu reinigendem und zu desinfizierendem Material sind und vorschriftsmäßig gewartet und sauber gehalten werden

Übersetzung bestätigt

Αν είναι δυνατόν, ο διάδρομος πρέπει να είναι καθαρός και στεγνός (παραδείγματος χάρη χωρίς αμμοχάλικο, φυλλώματα, χιόνι κ.λπ.).Die Fahrbahn muss möglichst sauber und trocken sein (z. B. ohne Splitt, Laub, Schnee usw.).

Übersetzung bestätigt

Ο εξοπλισμός χειρισμού της μεταποιημένης ζωικής πρωτεΐνης πρέπει να διατηρείται καθαρός και στεγνός και να διαθέτει επαρκή σημεία επιθεώρησης, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της καθαριότητάς του.Ausrüstung für die Handhabung von verarbeitetem tierischem Protein ist sauber und trocken zu halten und muss über geeignete Inspektionsstellen verfügen, so dass auf Sauberkeit kontrolliert werden kann.

Übersetzung bestätigt

Στα συστήματα αυτά, όλος ο χώρος που καταλαμβάνουν τα ζώα πρέπει να διατηρείται καθαρός, στεγνός με τακτική ανανέωση του απορροφητικού υλικού της στρωμνής και απομάκρυνση του ήδη χρησιμοποιημένου.Bei dieser Haltungsform muß die gesamte den Tieren zur Verfügung stehende Fläche durch regelmäßiges Bereitstellen und Entfernen von saugfähigem Einstreu sauber und trocken gehalten werden.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu καθαρός.



Griechische Definition zu καθαρός

καθαρός, επίθ.

1)
α) Kαθαρός:
γένια … άσπρα ώσπερ το χιόνι το καθαρόν (Iστ. πατρ. 1653
β) αμιγής, ανόθευτος, γνήσιος:
καθαρόν χρυσάφι (Διγ. Z 309
γ) (μεταφ.) ξεκάθαρος, σαφής:
καθαρά σημάδια (Σουμμ., Παστ. φιδ. E´ [181]
δ) διαυγής, διαφανής· όχι θαμπός:
ύδωρ … καθαρότατον (Διγ. Z 3913
καθρέπτην καθαρόν (Λίβ. N 2126
ε) λαμπρός, φωτεινός:
ως ήλιος φέγγει καθαρός (Pοδολ. Aφ. 19).
2) (Προκ. για τόπο) ελεύθερος, απαλλαγμένος από κ.:
τόπον … καθαρόν δέντρων (Iερακοσ. 33720).
3) (Προκ. για λιβάδι) καταπράσινος:
εις λιβάδαν καθαράν (Πουλολ. 459).
4)
α) (Mεταφ.) αγνός, άδολος, ειλικρινής:
την καθαράν μου κι άδολην ψυχήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1123]
β) έντιμος, τίμιος, άμεμπτος, άψογος:
ειρήνην καθαράν (Kορων., Mπούας 129
η φήμη η καθαρά μου (Pοδολ. A´ 16).
5) Aθώος:
δεν ηθέλησαν να έρθουν εις τον θάνατον του Xριστού διά να είναι καθαροί (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 267r).
6) Πρόθυμος:
άπαντες αρματώθητε με καθαράν καρδίαν (Kορων., Mπούας 70).
7) Aπαλλαγμένος από εμπόδια, απρόσκοπτος:
το ταξίδιν εύκολον και καθαρόν το κάναν (Aχέλ. 1620).
8) (Προκ. για ζώο) φυτοφάγος:
(Διήγ. παιδ. 15).
Tο ουδ. ως ουσ. = καθαρότητα, αγνότητα:
του χρυσού το καθαρόν … ενίκα πάσας εκ παντός ηλιακάς ακτίνας (Kαλλίμ. 179).
[αρχ. επίθ. καθαρός. H λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback