θυσιάζω Verb  [thisiazo, thysiazw]

  Verb
(8)

Etymologie zu θυσιάζω

θυσιάζω altgriechisch θυσιάζω


GriechischDeutsch
θυσιάζω τη ζωή μου, αν ο Δίας χαρίσει... τη ζωή στον αγαπημένο Αυτοκράτορά μας.Ich würde mein Leben opfern, wenn nur Jupiter dadurch gnädig zu stimmen wäre und das Leben unseres geliebten Herrschers schonte!

Übersetzung nicht bestätigt

Ο αυτοκράτορας θέλει μάχες, μα δε θυσιάζω τους καλούς μου άντρες.Der Kaiser will Schlachten. Ich will nicht meine besten Kämpfer opfern.

Übersetzung nicht bestätigt

Όχι, δεν τον θυσιάζω.Nein, ich werde ihn nicht opfern.

Übersetzung nicht bestätigt

Ξέρω τι θυσιάζω. Τον γιο μου.Ich weiß, was ich nicht opfern werde.

Übersetzung nicht bestätigt

Στο όνομα των προγόνων και των δικαίων, θυσιάζω την αθανασία της κόρης μου και τη δική μου, ώστε τη μέρα αυτή να αναστηθείτε.Im Namen unserer Vorfahren und aller Rechtschaffenen werde ich für euch meine Unsterblichkeit und die meiner Tochter opfern, auf dass ihr euch heute erheben möget!

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu θυσιάζω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
θυσιάζωθυσιάζουμε, θυσιάζομεθυσιάζομαιθυσιαζόμαστε
θυσιάζειςθυσιάζετεθυσιάζεσαιθυσιάζεστε, θυσιαζόσαστε
θυσιάζειθυσιάζουν(ε)θυσιάζεταιθυσιάζονται
Imper
fekt
θυσίαζαθυσιάζαμεθυσιαζόμουν(α)θυσιαζόμαστε, θυσιαζόμασταν
θυσίαζεςθυσιάζατεθυσιαζόσουν(α)θυσιαζόσαστε, θυσιαζόσασταν
θυσίαζεθυσίαζαν, θυσιάζαν(ε)θυσιαζόταν(ε)θυσιάζονταν, θυσιαζόντανε, θυσιαζόντουσαν
Aoristθυσίασαθυσιάσαμεθυσιάστηκαθυσιαστήκαμε
θυσίασεςθυσιάσατεθυσιάστηκεςθυσιαστήκατε
θυσίασεθυσίασαν, θυσιάσαν(ε)θυσιάστηκεθυσιάστηκαν, θυσιαστήκανε
Per
fekt
έχω θυσιάσει
έχω θυσιασμένο
έχουμε θυσιάσει
έχουμε θυσιασμένο
έχω θυσιαστεί
είμαι θυσιασμένος, -η
έχουμε θυσιαστεί
είμαστε θυσιασμένοι, -ες
έχεις θυσιάσει
έχεις θυσιασμένο
έχετε θυσιάσει
έχετε θυσιασμένο
έχεις θυσιαστεί
είσαι θυσιασμένος, -η
έχετε θυσιαστεί
είστε θυσιασμένοι, -ες
έχει θυσιάσει
έχει θυσιασμένο
έχουν θυσιάσει
έχουν θυσιασμένο
έχει θυσιαστεί
είναι θυσιασμένος, -η, -ο
έχουν θυσιαστεί
είναι θυσιασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα θυσιάσει
είχα θυσιασμένο
είχαμε θυσιάσει
είχαμε θυσιασμένο
είχα θυσιαστεί
ήμουν θυσιασμένος, -η
είχαμε θυσιαστεί
ήμαστε θυσιασμένοι, -ες
είχες θυσιάσει
είχες θυσιασμένο
είχατε θυσιάσει
είχατε θυσιασμένο
είχες θυσιαστεί
ήσουν θυσιασμένος, -η
είχατε θυσιαστεί
ήσαστε θυσιασμένοι, -ες
είχε θυσιάσει
είχε θυσιασμένο
είχαν θυσιάσει
είχαν θυσιασμένο
είχε θυσιαστεί
ήταν θυσιασμένος, -η, -ο
είχαν θυσιαστεί
ήταν θυσιασμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα θυσιάζωθα θυσιάζουμε, θα θυσιάζομεθα θυσιάζομαιθα θυσιαζόμαστε
θα θυσιάζειςθα θυσιάζετεθα θυσιάζεσαιθα θυσιάζεστε, θα θυσιαζόσαστε
θα θυσιάζειθα θυσιάζουν(ε)θα θυσιάζεταιθα θυσιάζονται
Fut
ur
θα θυσιάσωθα θυσιάσουμε, θα θυσιάσομεθα θυσιαστώθα θυσιαστούμε
θα θυσιάσειςθα θυσιάσετεθα θυσιαστείςθα θυσιαστείτε
θα θυσιάσειθα θυσιάσουν(ε)θα θυσιαστείθα θυσιαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω θυσιάσει
θα έχω θυσιασμένο
θα έχουμε θυσιάσει
θα έχουμε θυσιασμένο
θα έχω θυσιαστεί
θα είμαι θυσιασμένος, -η
θα έχουμε θυσιαστεί
θα είμαστε θυσιασμένοι, -ες
θα έχεις θυσιάσει
θα έχεις θυσιασμένο
θα έχετε θυσιάσει
θα έχετε θυσιασμένο
θα έχεις θυσιαστεί
θα είσαι θυσιασμένος, -η
θα έχετε θυσιαστεί
θα είστε θυσιασμένοι, -ες
θα έχει θυσιάσει
θα έχει θυσιασμένο
θα έχουν θυσιάσει
θα έχουν θυσιασμένο
θα έχει θυσιαστεί
θα είναι θυσιασμένος, -η, -ο
θα έχουν θυσιαστεί
θα είναι θυσιασμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να θυσιάζωνα θυσιάζουμε, να θυσιάζομενα θυσιάζομαινα θυσιαζόμαστε
να θυσιάζειςνα θυσιάζετενα θυσιάζεσαινα θυσιάζεστε, να θυσιαζόσαστε
να θυσιάζεινα θυσιάζουν(ε)να θυσιάζεταινα θυσιάζονται
Aoristνα θυσιάσωνα θυσιάσουμε, να θυσιάσομενα θυσιαστώνα θυσιαστούμε
να θυσιάσειςνα θυσιάσετενα θυσιαστείςνα θυσιαστείτε
να θυσιάσεινα θυσιάσουννα θυσιαστείνα θυσιαστούν(ε)
Perfνα έχω θυσιάσει
να έχω θυσιασμένο
να έχουμε θυσιάσει
να έχουμε θυσιασμένο
να έχω θυσιαστεί
να είμαι θυσιασμένος, -η
να έχουμε θυσιαστεί
να είμαστε θυσιασμένοι, -ες
να έχεις θυσιάσει
να έχεις θυσιασμένο
να έχετε θυσιάσει
να έχετε θυσιασμένο
να έχεις θυσιαστεί
να είσαι θυσιασμένος, -η
να έχετε θυσιαστεί
να είστε θυσιασμένοι, -ες
να έχει θυσιάσει
να έχει θυσιασμένο
να έχουν θυσιάσει
να έχουν θυσιασμένο
να έχει θυσιαστεί
να είναι θυσιασμένος, -η, -ο
να έχουν θυσιαστεί
να είναι θυσιασμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presθυσίαζεθυσιάζετεθυσιάζεστε
Aoristθυσίασεθυσιάστεθυσιάσουθυσιαστείτε
Part
izip
Presθυσιάζονταςθυσιαζόμενος
Perfέχοντας θυσιάσει, έχοντας θυσιασμένοθυσιασμένος, -η, -οθυσιασμένοι, -ες, -α
InfinAoristθυσιάσειθυσιαστεί





Griechische Definition zu θυσιάζω

θυσιάζω [θisiázo] -ομαι : 1. προσφέρω κτ. ως θυσία, κάνω θυσία: Οι Aρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν στους θεούς. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback