εφάπαξ Adv.  [efapaks]

  Adj.
(62)
auf einmal (ugs.)
(50)
  Adj.
(2)

GriechischDeutsch
Τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να μεταφέρουν στο καθεστώς ενιαίας ενίσχυσης όλο το ποσό των εθνικών κονδυλίων από το οικονομικό έτος 2010 και για το σύνολο της περιόδου, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008, υποβάλλουν το έντυπο που προβλέπεται στο παράρτημα II του παρόντος κανονισμού, δεόντως συμπληρωμένο στην αντίστοιχη θέση εφάπαξ πριν από την 30ή Ιουνίου 2008.Die Mitgliedstaaten, die sich für die Übertragung des Gesamtbetrags ihres nationalen Finanzrahmens in die Betriebsprämienregelung ab dem Haushaltsjahr 2010 für den gesamten Zeitraum gemäß Anhang II der Verordnung (EG) Nr. 479/2008 entschieden haben, übermitteln das entsprechend ausgefüllte Formular gemäß Anhang II der vorliegenden Verordnung einmalig bis zum 30. Juni 2008.

Übersetzung bestätigt

Όσον αφορά τα τέλη σε φορείς που αναφέρονται στους πίνακες 7 έως 10 του μέρους I, τα τέλη έγκρισης εισπράττονται εφάπαξ και τα τέλη εποπτείας εισπράττονται κάθε 12 μήνες.Bei dem in Teil I Tabellen 7 bis 10 genannten betriebsspezifischen Gebühren werden Genehmigungsgebühren einmalig und Überwachungsgebühren alle 12 Monate erhoben.

Übersetzung bestätigt

Να αναφερθεί και η αντίστοιχη περίοδος (εφάπαξ/ανά περίοδο εμπορίας).Bitte auch den jeweiligen Zeitraum angeben (einmalig/pro Handelszeitraum).

Übersetzung bestätigt

Άτομα: … ευρώ εφάπαξ/ανά περίοδο εμπορίαςEinzelpersonen: … EUR einmalig/pro Handelszeitraum

Übersetzung bestätigt

Φορείς εκμετάλλευσης: … ευρώ εφάπαξ/ανά περίοδο εμπορίαςBetreiber: … EUR einmalig/pro Handelszeitraum

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu εφάπαξ.



Griechische Definition zu εφάπαξ

εφάπαξ [efápaks] επίρρ. : για ποσό ή ποσότητα που δίνεται ή που χρησιμοποιείται μόνο μία φορά ή μόνο σε μία δόση: Ο φόρος θα καταβληθεί εφάπαξ, με την υπογραφή των συμβολαίων. Tην εισφορά μπορείς να την πληρώσεις εφάπαξ ή με δόσεις. || (ως επίθ.): Kαταργήθηκε η εφάπαξ εισφορά για τα ακίνητα. εφάπαξ δόση τριών δισκίων. || (ως ουσ.) το εφάπαξ, βοήθημα που δίνεται σε υπάλληλο, αμέσως μόλις αποχωρήσει από την υπηρεσία του και συνταξιοδοτηθεί: Mε το εφάπαξ αγόρασε οικόπεδο. Δεν μπορείς να πάρεις δύο εφάπαξ, από δύο ασφαλιστικά ταμεία.

[λόγ. < αρχ. ἐφάπαξ `μια για πάντα΄]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback