Griechische Definition zu ευρίσκω
ευρίσκω· βρέσκω· βρίσκω· ευρέσκω· ευρήκω· ευρίσχω· ηυρίσκω· μτχ. παρκ. βρεμένος. – Βλ. και .
I. Ενεργ.
1) α) Βρίσκω
: Ήλπιζα εύρειν θησαυρόν κι ηύρα καρβούνιν μέγα (Σπαν. A 29)·
(σε χαιρετισμό)
: Καλώς ηύρα την λυγερήν, την γλυκοαπαντοχή μου! (Φλώρ. 1672)·
(σε κατάρα)
: αν άδικα την κρένομε, εμείς να το ευρούμε (Δεφ., Σωσ. 174)·
(με σύστ. αντικ.)
: (Απόκοπ. Επίλ. I 533)·
β) βρίσκω, ανακαλύπτω
: ’ς ποια σπήλια νά ’μπω να χωστώ … για να μηδέ με βρούσινε τούτοι που με ξεδράμου; (Ιντ. κρ. θεάτρ. δ´ 21)·
γ) αποκαλύπτω, αποδεικνύω
: να μη βρεθείς επίβουλος στην εδικήν μου αγάπην (Ερωτοπ. 660).
2) α) Συναντώ
: χαίρομαι πως σ’ ηύρηκα και θες με συντροφιάσει (Πανώρ. Γ´ 479)·
β) συναντώ για να επιτεθώ
: Ειδέ και πας να τους ευρείς, κείνους δεν θες νικήσει (Κορων., Μπούας 120).
3) Επινοώ
: ελόγιαζε ότι να εύρει στράτα και μέθοδο να διορθώσει την δουλειά ετούτη (Σουμμ., Ρεμπελ. 160).
4) Σκοπεύω και βρίσκω το στόχο
: παρευθύς απόθανεν, ότ’ εις καρδιάν τον εύρε (Κορων., Μπούας 120).
5) (Τριτοπρόσ.) τυχαίνει, συμβαίνει
: Τι σε ηύρεν … και πικραίνεσαι έτσι; (Διγ. Άνδρ. 3537)·
εσένα πρίκες σ’ ηύρασι (Ερωφ. Ε´ 657).
6) Θεωρώ
: να τους ευρείς ως θησαυρόν τους στίχους μου, παιδίν μου (Σπαν. A 679).
II. Μέσ.
1) α) Βρίσκομαι
: μηδέ θαρρείς κι εχάσε τα, πού βρίσκουνται κατέχει (Ερωτόκρ. Γ´ 254· Μαχ. 17627)·
β) βρίσκομαι (σε κάπ. κατάσταση)
: σεις που ευρίσκεστε την σήμερον στα πλούτη (Βεντράμ., Φιλ. 7)·
Με κλάματα ευρίσκονται νύκταν και την ημέραν (Θρ. Κύπρ. Μ 479).
2) α) Είμαι
: ευρίσκεσαι αυτάδελφος Δεσπότου (Χρον. Μορ. H 4157)·
Η θυγατέραν του δουκός … τιμητική ηυρίσκετον (Χρον. Τόκκων 1128)·
β) κατάγομαι
: Ημείς γαρ ευρισκόμεθα από γενέας μεγάλης (Διγ. Esc. 136)·
γ) υπάρχω
: άλλη ομορφιά δε βρίσκεται σαν τούτη έτσι μεγάλη (Φορτουν. Ιντ. α´ 140).
3) Συναντιέμαι
: πότες να βρεθούμε, να σμίξουσι τα χείλη μας; (Στάθ. Α´ 287).
4) Συμβαίνει, τυχαίνει (να …)
: οι αφρικοί τόποι … ηυρισκόμενοι να έχουν πλησίον λαόν κουρσάρων (Σουμμ., Ρεμπελ. 157).
5) Συνευρίσκομαι
: όσοι ευρίσκονται με τες γυναίκες αυτών να μηδέν το επαίρνουν (ενν. το αντίδωρον) εκείνην την ημέραν (Βακτ. αρχιερ. 137).
Η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ. = τωρινός, παρών
: ως χρόνοι είναι … ο περασμένος, ο ευρισκόμενος και ο ερχόμενος (Μαχ. 14).
[αρχ. ευρίσκω. Οι τ. βρέσκω και ευρήκω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. βρίσκω στο Du Cange (‑ειν) και σήμ.]
[...]
http://www.greek-language.gr