διπλωματικός (entlehnt aus) französisch diplomatique lateinisch diploma + -ique altgriechisch δίπλωμα διπλόω / διπλῶ διπλόος / διπλοῦς δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
διπλωματικός κλάδος |
Noch keine Grammatik zu διπλωματικός.
διπλωματικός -ή -ό [δiplomatikós] : 1. που έχει σχέση με τους διπλωμάτες ή με τη διπλωματία: Διπλωματικό σώμα, το σύνολο των διπλωματών και του ανώτερου προσωπικού που υπηρετούν σε μια ξένη χώρα. Ένα κράτος συνάπτει διπλωματικές σχέσεις / διακόπτει τις διπλωματικές του σχέσεις με ένα άλλο κράτος. Διπλωματική ασυλία. Διπλωματικό διαβατήριο, που χρησιμοποιούν οι διπλωματικοί υπάλληλοι. διπλωματικός σάκος*. Οι διεθνείς διαφορές λύνονται συνήθως διά της διπλωματικής οδού και όχι με επιθετικές ενέργειες. || (ως ουσ.) ο διπλωματικός, μέλος του διπλωματικού σώματος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.