διπλωματικός Adj.  [diplomatikos, thiplomatikos, diplwmatikos]

  Adj.
(6)

Etymologie zu διπλωματικός

διπλωματικός (entlehnt aus) französisch diplomatique lateinisch diploma + -ique altgriechisch δίπλωμα διπλόω / διπλῶ διπλόος / διπλοῦς δύο proto-griechisch *dúwō proto-indogermanisch *dwóh₁ (δύο)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu διπλωματικός.



Griechische Definition zu διπλωματικός

διπλωματικός -ή -ό [δiplomatikós] : 1. που έχει σχέση με τους διπλωμάτες ή με τη διπλωματία: Διπλωματικό σώμα, το σύνολο των διπλωματών και του ανώτερου προσωπικού που υπηρετούν σε μια ξένη χώρα. Ένα κράτος συνάπτει διπλωματικές σχέσεις / διακόπτει τις διπλωματικές του σχέσεις με ένα άλλο κράτος. Διπλωματική ασυλία. Διπλωματικό διαβατήριο, που χρησιμοποιούν οι διπλωματικοί υπάλληλοι. διπλωματικός σάκος*. Οι διεθνείς διαφορές λύνονται συνήθως διά της διπλωματικής οδού και όχι με επιθετικές ενέργειες. || (ως ουσ.) ο διπλωματικός, μέλος του διπλωματικού σώματος. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback