{ο}  διακόπτης Subst.  [diakoptis, thiakoptis, diakopths]

{der}    Subst.
(234)

Etymologie zu διακόπτης

διακόπτης διακόπτω


GriechischDeutsch
Για τηλεοπτικούς δέκτες με ευδιάκριτο διακόπτη ισχύος, έτσι ώστε η ενεργειακή κατανάλωση του τηλεοπτικού δέκτη να είναι < 0,01 W όταν ο διακόπτης ισχύος βρίσκεται στη θέση «εκτός» (off), η ενεργειακή κατανάλωση του τηλεοπτικού δέκτη σε παθητική κατάσταση αναμονής είναι ≤ 0,50 W.Bei Fernsehgeräten mit deutlich sichtbarem Netzschalter, deren Stromverbrauch sich auf < 0,01 Watt beläuft, wenn dieser Schalter in die Aus-Stellung gebracht wird, beträgt der Stromverbrauch im passiven Stand-by-Betrieb ≤ 0,50 Watt.

Übersetzung bestätigt

διακόπτηςSchalter

Übersetzung bestätigt

Το ενεργητικό επίπεδο περιλαμβάνει τα συστήματα διαχείρισης, ελέγχου και συντήρησης που είναι απαραίτητα για την εκμετάλλευση του δικτύου, όπως διακόπτες, δρομολογητές και διαιρέτες.Die aktive Schicht umfasst die für das Betreiben des Netzes erforderlichen Verwaltungs-, Kontrollund Wartungssysteme, wie Schalter, Router und Verteiler.

Übersetzung bestätigt

Τα στοιχεία στήριξης, όπως οι πρόβολες δοκοί, οι στύλοι και τα θεμέλια, οι αγωγοί επιστροφής, τα τροφοδοτικά αυτομετασχηματιστές, οι διακόπτες και άλλοι μονωτήρες δεν αποτελούν μέρος του στοιχείου διαλειτουργικότητας εναέρια γραμμή επαφής.Die Stützpunkte wie Ausleger, Masten und Fundamente sowie Rückleitungsseile, Schalter und andere Isolatoren sind nicht Teil der Interoperabilitätskomponente Oberleitung.

Übersetzung bestätigt

Θερμοηλεκτρικός διακόπτης, με πτωτική μεταγωγή 50 Α ή περισσότερο, που περιλαμβάνει διακόπτη ακαριαίας λειτουργίας, για κατευθείαν τοποθέτηση σε τύλιγμα ηλεκτρικού κινητήρα, περιεχόμενος σε ερμητικά σφραγισμένο περίβλημαThermoelektrischer Schalter mit einem Abschaltstrom von 50 A oder mehr, mit einem elektromechanischen Schnappschalter, zur Direktmontage an einer elektrischen Motorwicklung, in einem hermetisch versiegelten Gehäuse

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu διακόπτης

διακόπτης ο [δiakóptis] : μηχανισμός που επιτρέπει τη διακοπή ή την επαναλειτουργία μιας ηλεκτρικής ή υδραυλικής εγκατάστασης: Aνεβάζω / κατεβάζω / γυρίζω το (γενικό) διακόπτη του ρεύματος / του νερού. Aνοίγω / κλείνω το διακόπτη. Xάλασε ο διακόπτης. Aυτόματος διακόπτης. διακόπτης ασφαλείας.

[λόγ. διακόπ(τω) -της μτφρδ. γαλλ. interrupteur]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback