δάχτυλο δάκτυλος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το αναδιπλούμενο κάθισμα διαθέτει μηχανισμό αναδίπλωσης κατασκευασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα δάχτυλα του χρήστη να μπορούν να παγιδευτούν μεταξύ του καθίσματος και του μηχανισμού αναδίπλωσης. | Der Klappmechanismus eines Klappstuhls ist so konstruiert, dass die Finger des Benutzers zwischen Sitzfläche und Klappmechanismus eingeklemmt werden können. Übersetzung bestätigt |
Το άτομο ανοίγει το κάθισμα, πιάνει το οριζόντιο τμήμα του καθίσματος κατά λάθος κοντά στην πίσω γωνία (άτομο απρόσεκτο/αφηρημένο) και το δάχτυλο σφηνώνεται μεταξύ του οριζόντιου τμήματος του καθίσματος και του ερεισίνωτου. Ελαφρύ τσίμπημα του δακτύλου 1 | Der Benutzer klappt den Stuhl auseinander, fasst den Sitz versehentlich in der Nähe einer der hinteren Ecken (Benutzer ist unaufmerksam/abgelenkt), Finger wird zwischen Sitz und Rückenlehne eingeklemmt Übersetzung bestätigt |
Το άτομο τοποθετεί ένα άκρο ή το σώμα του στο άνοιγμα και παγιδεύεται το δάχτυλο, ο βραχίονας, ο λαιμός, το κεφάλι, το σώμα ή τα ενδύματα του· προκαλείται τραυματισμός λόγω της βαρύτητας ή της κίνησης | In Lücke oder Öffnung gesteckte Gliedmaßen (Finger, Arm, Hals, Kopf), Rumpf oder Kleidung bleiben stecken oder verfangen sich; Schwerkraft oder heftige Bewegungen verursachen Verletzung Übersetzung bestätigt |
Άκρα (δάχτυλο, δάχτυλο ποδιού, χέρι, πόδι) | Gliedmaßen (Finger, Zeh, Hand, Fuß) Übersetzung bestätigt |
Άκρα (δάχτυλο, δάχτυλο ποδιού, χέρι, πόδι) | Extremitäten (Finger, Zeh, Hand, Fuß) Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
δάχτυλο το [δáxtilo] & δάκτυλο το [δáktilo] : 1α. καθεμιά από τις πέντε αρθρωτές απολήξεις των χεριών του ανθρώπου: Tα δάχτυλα του χεριού είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης, ο μέσος, ο παράμεσος και ο μικρός. Είχε ωραία μακριά δάχτυλα με περιποιημένα νύχια. Tον άγγιξε με τις άκρες των δαχτύλων. Έκοψα το δάχτυλό μου. Mη βάζεις το δάχτυλο στη μύτη σου. Mου κούνησε απειλητικά το δάχτυλο. Mετρώ με τα δάχτυλα. (έκφρ.) μετριούνται* / είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού). είναι να γλείφεις* τα δάχτυλά σου. ΦΡ παίζω* κτ. στα δάχτυλα. παίζω* κπ. στα δάχτυλα. τον δείχνουν με το δάχτυλο, θετικά ή αρνητικά, για κπ. που ξεχωρίζει. μυρίζω* τα δάχτυλά μου. κρύβομαι* πίσω από το δάχτυλό μου. βάζω (κάπου) το δάχτυλό μου, συμμετέχω ή βοηθώ. ΠAΡ Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια, υπάρχουν φυσικές διαφορές ή ανισότητες ανάμεσα στους ανθρώπους. || Tα δάχτυλα των γαντιών. Γάντια χωρίς δάχτυλα. β. οι αρθρωτές απολήξεις των ποδιών του ανθρώπου και των ποδιών ορισμένων ζώων. (έκφρ.) περπατώ στα δάχτυλα, πολύ προσεχτικά για να μην κάνω θόρυβο. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.