Griechische Definition zu αχνάρι
αχνάρι [axnári] το, (also χνάρι & naut ιχνάρι)
① mark or impression left behind, trace, vestige (syn ίχνος, κατάλοιπο L, σημάδι):
αχνάρι του σαλιγκαριού |
αχνάρια της αρχαιότητας, της παράδοσης, του πολέμου |
η νοτιοανατολική [πλευρά] δεν δείχνει αχνάρι τείχους (Floros) |
μάταια θα ψάξεις να βρεις στα γραψίματά του αχνάρια ξένης επίδρασης (Melas) |
φυσιογνωμία ναυτικού ανοιχτόκαρδη, μα και με κάποια χνάρια συλλογής πάνω στο πρόσωπό του (KPodivtis) |
δεν είχε πια στην άκρη των χειλιών το ανεπαίσθητο εκείνο αχνάρι της ειρωνίας (Theotokas) |
poem .. κρέμεται αχνό χορτάρι | χωρίς δροσούλας ή ευωδιάς αχνάρι (Palam) |
μιλούν τα χνάρια, οπ' αφήκε στην όψη τους η λύπη (Markoras) |
.. μαύρα | χνάρια | έμεναν στους μηρούς, στα γόνατα κλ (Ritsos)
ⓐ usu pl αχνάρια τα, footprint, traces, tracks, spoor (syn ίχνος L, πατημασιά):
ματωμένα, σβησμένα αχνάρια |
αχνάρια στο χιόνι, στο χώμα |
άφησε αχνάρι στο αμπέλι |
το λαγωνικό ακολουθεί τα αχνάρια του ζώου |
phr χάθηκαν τ' του his tracks were lost, his whereabouts were (are) unknown |
σώζεται ακόμα απάνω σ' ένα κόκκινο γρανίτη το αχνάρι από το πόδι της καμήλας του (Kazant) |
folks. από την πόρτα σου περνώ, τ' αχνάρι σου γνωρίζω, | σκύβω και το γλυκοφιλώ κλ (Passow) |
poem τα πέδιλά σου, ω Nίκη, τα ματοβαμμένα, | που αφήνουν χνάρια κόκκινα, λύσε και βγάλε (Polemis)
ⓑ pl αχνάρια τα, fig footsteps, lead, example (near-syn δρόμος):
επικρίνουν την κυβέρνησή τους επειδή .. ακολουθεί τα χνάρια του χρεοκοπημένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (Papanoutsos) |
o Δ.K. αναστημένος σε φιλολογική ατμόσφαιρα είχε ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του (Melas) |
καθώς κανείς απ' αυτούς δεν έχει τη δύναμη του Παλαμά, φαίνονται όλοι .. να περπατούν πάνω στα χνάρια του (Dimaras)
② unit of length approximately equal to a man's foot, foot (syn πόδι):
folks. πηδάει ο χάρος τρεις φορές, πάει σαράνα αχνάρια, | πηδάει κι ο βλαχοτσόπανος, πάει σαρανταπέντε (Theros)
ⓒ phr χνάρι το χνάρι every foot of the way, all the way, incessantly (near-syn συνέχεια):
μια γερά οργανωμένη αριστοκρατία .. δυνάστευε και τους βασιλιάδες ακόμα και τους αμφισβητούσε χνάρι το χνάρι την εξουσία (Panagiotop)
③ copy made by superimposing a transparent sheet on an original, tracing (syn αντίγραφο 2):
πώς να κάμεις αχνάρια, πώς να τα τοποθετήσεις απάνω στις εικόνες και να τις αντιγράψεις με προσοχή (Papantoniou)
ⓓ pattern, mold, model, blueprint, template (syn αθιβόλι 1, καλούπι, πατρόν, πρότυπο, στάμπα, σχέδιο, φόρμα):
αχνάρι του σακκακιού, του φορέματος |
πήρε τ' αχνάρια για το παντελόνι |
έκανε αχνάρια για τη βάρκα |
όλοι τους είναι κομμένοι στο ίδιο αχνάρι, λένε τα ίδια λόγια, σκέφτουνται τα ίδια πράματα (KPodivtis) |
εικόνα ενός κόσμου, που δε θα ξαναγίνει πια στα ίδια χνάρια (Karantonis) |
απάνω στα ίδια χνάρια έχει κοπεί και η ερμηνεία, που δίνει ο Sigmund Freud στη γένεση και στην ακμή του πολιτισμού (Papanoutsos)
ⓔ contour, outdivne (syn περίγραμμα):
το ποίημα δεν έχει καμιάν ακέραιη μορφή, .. είναι μόλις σημειωμένα τα αχνάρια της μορφής του (Tsatsos) [fr postmed αχνάριν bes χνάριν ← MG ιχνάριν ← MG ιχνάριον (Du Cange s.v. χναρόν & χναριόν
[erroneous for χνάριον & χνάρι; χναρόν was reconstructed fr ακρόχναρα & παλιόχναρα, ib.]), this dimin of AG χνος; cf also dimin ιχνίον and cpd αντίχνι]
[...]
http://www.greek-language.gr