αρσενικός Adj.  [arsenikos]

  Adj.
(12)
  Adj.
(1)

GriechischDeutsch
δδ) αν δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί η προϋπόθεση που καθορίζεται στο παράρτημα ΙΙ μέρος Ι σημείο 2, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: ο αρσενικός στείρος γονέας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή πιστοποιημένων σπόρων περιλαμβάνει μία ή περισσότερες ειδικές σειρές αποκατάστασης κατά τρόπο ώστε τουλάχιστον το ένα τρίτο των φυτών που παράγονται από τα προκύπτοντα υβρίδια να παράγουν γύρη η οποία θα είναι εμφανώς φυσιολογική από όλες τις απόψεις.dd) kann die in Anhang II Abschnitt I Nummer 2 genannte Anforderung nicht erfüllt werden, so gilt Folgendes: Bei der Erzeugung zertifizierten Saatguts umfasst die genutzte männlich-sterile Komponente mindestens eine Linie, die die männliche Fertilität wiederherstellt, sodass mindestens ein Drittel der aus dem erhaltenen Hybridsaatgut hervorgegangenen Pflanzen Pollen abgeben, der in jeder Hinsicht normal erscheint.

Übersetzung bestätigt

Όταν ο όρος που τίθεται στο παράρτημα I παράγραφος 3 σημείο B στοιχείο β) υπό δδ) δεν μπορεί να τηρηθεί, τηρείται ο ακόλουθος όρος: όταν για την παραγωγή πιστοποιημένων σπόρων υβριδίων Helianthus annuus έχουν χρησιμοποιηθεί ένα θηλυκός γονέας, στείρος ως προς τον αρσενικό και ένας αρσενικός γονέας, ο οποίος δεν αποκαθιστά τη γονιμότητα ως προς τον αρσενικό γονέα, οι σπόροι που προκύπτουν από το γονέα που είναι στείρος έναντι του αρσενικού αναμειγνύονται με τους σπόρους που προκύπτουν από πλήρως γόνιμους γονείς.Kann die Anforderung gemäß Anhang I Nummer 3 Buchstabe B Buchstabe b Doppelbuchstabe dd nicht erfüllt werden, so gilt Folgendes: Wurden bei der Erzeugung zertifizierten Saatguts von Hybriden von Helianthus annuus eine männlich-sterile weibliche Komponente und eine männliche Komponente verwendet, die die männliche Fertilität nicht wiederherstellt, so wird das aus der männlich-sterilen Elternlinie erzeugte Saatgut mit Saatgut gemischt, das aus der vollständig fertilen weiblichen Elternlinie erzeugt wurde.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
viril
männlich
maskulin

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αρσενικός.



Griechische Definition zu αρσενικός

αρσενικός, επίθ.· αρρενικός· αρσινικός· ασερνικός· ’σερνικός.

1) Aρσενικός, σε αντίθεση με το θηλυκός (προκ. για ανθρώπους και ζώα):
γονείς αρσενικών παιδίων (Διγ. Z 31
’ρίφι γιδινό ασερνικό (Πεντ. Λευιτ. IV 23
(ιδιάζ. χρ.) πλάγιασμα ασερνικό = ερωτική σχέση με άντρα:
γεναίκες ος δεν ήξεραν πλάγιασμα ασερνικό (Πεντ. Aρ. XXXI 35).
2) Προσδιορισμός φυτών άκαρπων:
σμύρνη αρρενική (= αγριοσέλινο) (Oρνεοσ. αγρ. 5191).
3) (Προκ. για λιβάνι) αγνός, καθαρός:
(Σταφ., Iατροσ. 12350).
Tο ουδ. ως ουσ. =
1)
α) Άντρας:
ασερνικό και θηλυκό έπλασέ τους (Πεντ. Γέν. V 2
β) το αρσενικό = το σύνολο των ανδρών, οι άνδρες:
να δείρεις όλο το ασερνικό της (ενν. της πόλης) διά στόμα σπαθιού (Πεντ. Δευτ. XX 13).
2)
α) Aγόρι:
τα δύο ενεθράφησαν το αρσενικόν και η κόρη (Φλώρ. 144
β) αρσενικό ζώο:
(Φυσιολ. (Legr.) 406).
[μτγν. επίθ. αρσενικός. O τ. αρρ‑ επίσης μτγν. Oι τ. ασερνικός και ’σερνικός και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback