Griechische Definition zu απολυτά
απόλυτα [apódivta] adv (L)
① absolutely, entirely, totally, fully (syn απολύτως 1, εντελώς, ολότελα, τελείως):
απολυτά δικαιολογημένος, ελεύθερος, επιτυχημένος, ικανοποιητικός, καταστρεπτικός |
απολυτά ακίνητος, αντίθετος, διαφορετικός, ξένος |
απολυτά εξακριβωμένο περιστατικό |
απολυτά αυστηρή λογική |
απολυτά συγχρονισμένη βιομηχανία |
αδιαφορώ, καταλαβαίνω, παραδέχομαι, συμφωνώ απολυτά |
κατέχει απολυτά το θέμα του |
περιορίζεται στο απολυτά αναγκαίο |
η κυβέρνηση υποστηρίζει απολυτά το αίτημα αυτοδιάθεσης (Christidis) |
τα πρόσωπά του διαιρούνται σε δυο κατηγορίες, σε απολυτά καλούς και σε απολυτά κακούς (Sachinis) |
απέναντι του εαυτού του είναι απολυτά εντάξει (Thrylos)
ⓐ w. neg at all, whatsoever (syn απολύτως 1b):
η ομορφιά του έργου δεν έχει καμιάν απολυτά σχέση με την ποιότητα του υλικού (Andronikos)
② not in relation to sth else, not relatively, absolutely, independently (syn απολύτως 3, ant σχετικά):
ο Παρθενώνας, αυτός καθαυτός είναι ωραίος· είναι ωραίος απολυτά, έξω από κάθε χρόνο και κάθε τόπο (Moustoxydis) |
όταν πρόκειται περί του τι αξίζει απολυτά ο άνθρωπος, τότε τον πρώτο λόγο τον έχει η ηθική (Theodorakop)
③ in an absolute or inflexible manner, authoritatively, categorically (near-syn κατηγορηματικά):
άποψη διατυπωμένη απολυτά |
εκφράζεται απολυτά |
η απόκρισή του δόθηκε απολυτά και μεγαλοπρεπέστατα (Melas) |
από πού τάχα ν' αντλεί το κύρος ο νόμος που ρυθμίζει απολυτά την ηθική βούληση; (Papanoutsos)
ⓑ strictly, absolutely (syn απολύτως 2, αυστηρά):
το κείμενο των άγιων γραφών .. απαγορεύεται απολυτά ν' αποδοθεί σε άλλη γλωσσική μορφή (Christidis EΣ)
[der of απόλυτος; cf απολύτως]
[...]
http://www.greek-language.gr