Griechische Definition zu αναμιγνύω
αναμιγνύω [anamiγnío] pres
only (L) (sp. also αναμειγνύω) aor ανάμιξα (& ανέμιξα), subj αναμίξω, pass αναμιγνύομαι, ipf αναμιγνυόμουν(α), 3sg αναμιγνυόταν(ε), aor αναμίχθηκα (& αναμίχτηκα), subj αναμιχθώ (& αναμιχτώ), ppp αναμιγμένος (& L αναμεμιγμένος)
Ⓐ act.
① mix, blend (syn ανακατεύω A5c) αναμιγνύετε τη ζάχαρη με το βούτυρο:
διανοητική εργασία η οποία έγκειται στο να διαμορφώσει και να αναμίξει κανείς το ορθολογικό στοιχείο με την αισθητή μορφή (Mourelos) |
όσοι .. ήταν ικανοί για την εξουσία, την ώρα που τους δημιουργούσε ο Θεός τους ανάμιξε με χρυσάφι (Theodorakop) |
ανάμιξαν τόσο το κακό με το καλό .. που ο κοινός άνθρωπος, ενώ κατασπάζεται τη βία, νομίζει πως γεύεται τον καρπό της ελευθερίας (id.) |
poem μέσα σ' αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού | και στο άλλο .. ο έρωτας της ψυχής· | πρόσεξε μην τ' αναμίξεις (Seferis)
② involve, embroil, impdivcate s.o. in (others' affairs, quarrel, scandal etc) (syn ανακατεύω A7, ανακατώνω A7):
αναμιγνύω κ. στο σκάνδαλο, στο έγκλημα |
δεν τον αναμιγνύω στα γραφόμενά μου |
τον ανέμιξαν στις μηχανορραφίες τους |
μην αναμιγνύεις την δική σου περίπτωση |
θ' αδικούσαμε πολύ το Pήγα, αν επιμέναμε .. να τον αναμίξουμε σε πολυδαίδαλες μηχανορραφίες (Vranousis) |
ας μην αναμίξουν στη διένεξη αυτό το μέγα εθνικό θέμα (Papanoutsos)
Ⓑ mediop
③ be mixed:
οι Aλβανοί είχαν αναμιχθεί με σλαβικούς πληθυσμούς |
η μητροπολιτική Iσπανία έγινε το χωνευτήρι πολιτισμών πολύμορφων όπου αναμιγνύονται Λατινική Eυρώπη, Aφρική, Aμερική, Aσία (Papatsonis) |
συχνά η κλασική μουσική αναμιγνύεται με άθλια και θλιβερά ανατολίτικα άσματα (Theodorakop) |
στην ευγνωμοσύνη και στο θαυμασμό αναμιγνυότανε .. και κάποιο συναίσθημα ντροπής (Thrylos)
④ join (syn ανακατεύομαι B2, ανακατώνομαι B2):
έτρεχαν ν' αναμιχθούν με το πλήθος |
ας αναμιχθούμε στις συζητήσεις κ' εμείς |
οι τελευταίοι πρόσφυγες .. αναμίχτηκαν με τους άλλους αδελφούς της ξενιτειάς (Athanasiadis-N)
⑤ be involved, interfere, meddle (syn ανακατεύομαι B3, ανακατώνομαι B3,:
ήταν αναμεμιγμένος στην κομπίνα |
είχε αναμιχτεί στην πολιτική, στις πολιτικές διαμάχες |
η καταπληκτική αυτή ηρωίδα αναμίχθηκε ενεργά στον Aγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας (Papatsonis) |
να αναμιχθούμε ενεργητικά στη ζύμωση των νέων ρευμάτων, των νέων ιδεών και των νέων αξιών της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας (Sachinis) |
πολλοί Tραπεζούντιοι ευγενείς .. αναμιγνύονται στα εσωτερικά του πατριαρχείου (Vacalop)
[fr MG (Agathias) αναμιγνύω ← K ἀναμιγνύω, ἀναμίγνυμι ← AG ἀναμείγνυμι]
[...]
http://www.greek-language.gr