{η}  ανακάλυψη Subst.  [anakalipsi, anakalypsh]

{die}    Subst.
(777)

Etymologie zu ανακάλυψη

ανακάλυψη von ανακαλύπτω.


GriechischDeutsch
Η αρχική αναφορά υποβάλλεται εντός 72 ωρών από την ανακάλυψη, εκτός εάν εξαιρετικές περιστάσεις εμποδίζουν αυτή την ενέργεια, και περιλαμβάνει τις λεπτομέρειες που είναι γνωστές τη στιγμή εκείνη.Der erste Bericht ist innerhalb von 72 Stunden nach der Entdeckung abzusenden, sofern nicht außergewöhnliche Umstände dies verhindern, und muss die zu diesem Zeitpunkt bekannten Einzelheiten enthalten.

Übersetzung bestätigt

ζητήσει τη διαπίστωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54 αμέσως μετά την ανακάλυψη της ζημίας και το αργότερο εντός τριών ημερών από την παραλαβή των αποσκευών, καιdie Feststellung gemäß Artikel 54 sofort nach der Entdeckung des Schadens und spätestens drei Tage nach der Annahme des Reisegepäcks verlangt und

Übersetzung bestätigt

Η αρχική αναφορά αποστέλλεται εντός 72 ωρών από την ανακάλυψη, εκτός εάν εξαιρετικές περιστάσεις εμποδίζουν αυτή την ενέργεια.Eine erste Meldung ist innerhalb von 72 Stunden nach der Entdeckung abzusenden, sofern nicht außergewöhnliche Umstände vorliegen, die dies verhindern.

Übersetzung bestätigt

κάθε ανακάλυψη παραχαραγμένου ή πλαστού ευρώ.jede Entdeckung von falschem oder verfälschtem Euro-Bargeld.

Übersetzung bestätigt

Η εισαγωγή των IFRS οδηγεί μόνο σε μερική επαναποτίμηση ήδη γνωστών πραγματικοτήτων, όχι όμως στην ανακάλυψη νέων κινδύνων.Die Einführung der IFRS führt nur zur teilweisen Umbewertung von bereits bekannten Tatsachen, nicht jedoch zur Entdeckung neuer Risiken.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ανακάλυψη

ανακάλυψη η [anakádivpsi] : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακαλύπτω. α. η εύρεση ενός πράγματος που προϋπήρχε αλλά ήταν άγνωστο: H ανακάλυψη της Aμερικής. || Οι μεγάλες ανακαλύψεις, οι εξερευνήσεις που έφεραν τον άνθρωπο της Δύσης σε επαφή με άλλους πολιτισμούς: Mε τις μεγάλες ανακαλύψεις εξερευνήθηκαν άγνωστες έως τότε περιοχές της γης. || Επιστημονικές ανακαλύψεις, επιτεύγματα που είναι προϊόντα επιστημονικών μελετών και ερευνών. β. εύρεση, τυχαία ή ύστερα από έρευνες, ενός πράγματος που ήταν κρυμμένο ή είχε χαθεί: H ανακάλυψη φλέβας χρυσού. H ανακάλυψη ενός χειρογράφου. γ. γνωριμία με κπ. ή με κτ. που μου ήταν άγνωστο(ς): H ανακάλυψη ενός τόσο σεμνού και αξιόλογου ανθρώπου ήταν μεγάλη τύχη για μένα. || H ανακάλυψη της φύσης / των πνευματικών απολαύσεων. Σήμερα έκανα μια ανακάλυψη, βρήκα ένα πολύ φτηνό κατάστημα. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback