Griechische Definition zu αγγειογραφία
αγγειογραφία [aŋɟioγrafía] η,
① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
τι γίνονται τα καλλιτεχνικά στοιχεία που έζησαν... μέσα... στην αγγειογραφία των Eλλήνων; (Panagiotop)
② a vase painting:
σε μια παλιά αγγειογραφία παραστένεται ο Διόνυσος με το χορό των Σατύρων τριγύρω του (ELambridi) |
οι ψυχές των πεθαμένων παριστάνονται σαν μικρά φτερωτά είδωλα σε πολλές αρχαίες αγγειογραφίες (KRomeos) |
το σχέδιο..., οι... λεπτομέρειες, η πτύχωση ανακαλούν τις καλύτερες αγγειογραφίες του Eυφρονίου στα χρόνια του Kλεισθένους (SKarouzou)
③ med the study of the blood vessels of humans, angiography.
[...]
http://www.greek-language.gr