{το}  ένζυμο Subst.  [enzimo, enzymo]

{das}    Subst.
(533)
{das}    Subst.
(1)

Etymologie zu ένζυμο

ένζυμο (entlehnt aus) deutsch Εnzym altgriechisch ἔν + ζύμη


GriechischDeutsch
το οποίο περιέχει ένα ή περισσότερα ένζυμα ικανά να καταλύουν συγκεκριμένη βιοχημική αντίδραση, καιein Enzym oder mehrere Enzyme enthält, die die Fähigkeit besitzen, eine spezifische biochemische Reaktion zu katalysieren, und

Übersetzung bestätigt

Αναλυτική μέθοδος: [2]Χρωματομετρική μέθοδος για τη μέτρηση ανόργανου φωσφορικού άλατος που ελευθερώνει το ένζυμο από φυτικό υπόστρωμαAnalysemethode [2]Kolorimetrische Messung anorganischer Phosphate, die von dem Enzym aus Phytatsubstrat freigesetzt werden.

Übersetzung bestätigt

Αναλυτική μέθοδος [2]Χρωματομετρική μέθοδος για τη μέτρηση ανόργανου φωσφορικού άλατος που ελευθερώνει το ένζυμο από φυτικό υπόστρωμα.Analysemethode [2]Kolorimetrische Messung anorganischer Phosphate, die von dem Enzym aus Phytatsubstrat freigesetzt werden.

Übersetzung bestätigt

Στο εναιώρημα προστίθεται το ένζυμο θερμοσταθερή α-αμυλάση.Das thermostabile Enzym alpha-Amylase wird zur Suspension zugegeben.

Übersetzung bestätigt

Σε θερμοκρασία 100 °C το ένζυμο αυτό διασπά το άμυλο σε μικρότερες αλυσίδες, ανεξάρτητα από το εάν το άμυλο είναι πλήρως διαλυμένο ή όχι.Das Enzym spaltet die Stärke bei 100 °C in kürzere Ketten auf, unabhängig davon, ob die Stärke vollständig gelöst ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
ενζυμοπάθεια
Deutsche Synonyme
Enzym
Biokatalysator
Ferment



Griechische Definition zu ένζυμο

ένζυμο το [énzimo] : (βιολ., βιοχημ.) κοινή ονομασία για ένα μεγάλο αριθμό οργανικών ουσιών που παράγονται από ζώντα κύτταρα και δρουν ως καταλύτες των πολυάριθμων και πολύπλοκων βιοχημικών αντιδράσεων, χωρίς να παθαίνουν κάποια αλλοίωση: Kάθε ένζυμο καταλύει ένα μόνο είδος χημικής αντίδρασης. Σχεδόν όλες οι βιοχημικές αντιδράσεις στα ζώα, στα φυτά και στους μικροοργανισμούς ρυθμίζονται από τα ένζυμα.

[λόγ. < γερμ. Εnzym (στη νέα σημ.) < μσν. ένζυμον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ένζυμος]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback