Griechisch | Deutsch |
---|---|
τα ψηφοδέλτια που προορίζονται για εκλογές οι οποίες διοργανώνονται από οργανισμούς εγκατεστημένους εκτός Κοινότητας· | Stimmzettel für Wahlen, die von außerhalb der Gemeinschaft niedergelassenen Organen durchgeführt werden, Übersetzung bestätigt |
στα ψηφοδέλτια που προορίζονται για εκλογές οι οποίες διοργανώνονται από οργανισμούς εγκατεστημένους στις τρίτες χώρες· | Stimmzettel für Wahlen, die von in Drittländern niedergelassenen Organen durchgeführt werden; Übersetzung bestätigt |
Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με ένα μόνο ψηφοδέλτιο. | Anschließend werden die Vizepräsidenten auf einem einzigen Stimmzettel gewählt. Übersetzung bestätigt |
Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων. | Nur die Stimmzettel, die die Namen von Personen tragen, deren Kandidatur vorlag, werden bei der Berechnung des Abstimmungsergebnisses berücksichtigt. Übersetzung bestätigt |
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να αναγράφεται στα ψηφοδέλτια το όνομα του ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος με το οποίο συνδέεται το εθνικό πολιτικό κόμμα ή συγκεκριμένος υποψήφιος ή να απεικονίζεται σε αυτά ο σχετικός λογότυπος.», | Die Mitgliedstaaten können gestatten, dass die Stimmzettel den Namen oder das Logo der europäischen politischen Partei, der die nationale politische Partei oder der Einzelbewerber angehört, tragen.“ Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Stimmzettel |
Wahlzettel |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Stimmzettel | die Stimmzettel |
Genitiv | des Stimmzettels | der Stimmzettel |
Dativ | dem Stimmzettel | den Stimmzetteln |
Akkusativ | den Stimmzettel | die Stimmzettel |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Wahlzettel | die Wahlzettel |
Genitiv | des Wahlzettels | der Wahlzettel |
Dativ | dem Wahlzettel | den Wahlzetteln |
Akkusativ | den Wahlzettel | die Wahlzettel |
ψηφοδέλτιο το [psifoδéltio] : α.το φύλλο χαρτιού με το οποίο οι εκλογείς ή ψηφοφόροι δηλώνουν την προτίμησή τους· το φύλλο χαρτιού το οποίο ρίχνουμε στην κάλπη όταν ψηφίζουμε· (πρβ. ψήφος): Έγκυρο / άκυρο / λευκό ψηφοδέλτιο. Έντυπο / χειρόγραφο ψηφοδέλτιο. Kαταμέτρηση / διαλογή ψηφοδελτίων. β. κατάλογος υποψηφίων που συμμετέχουν σε εκλογή και εκπροσωπούν παράταξη, κόμμα κτλ.· συνδυασμός: Συγκροτώ / καταρτίζω / ανακοινώνω το ψηφοδέλτιο μιας παράταξης. Yποστηρίζω / καταψηφίζω / προπαγανδίζω το ψηφοδέλτιο ενός κόμματος. Kομματικό / παραταξιακό ψηφοδέλτιο. ψηφοδέλτιο επικρατείας. || Ενιαίο ψηφοδέλτιο, στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα όλων των υποψηφίων, χωρίς διάκριση παρατάξεων.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.