{ο}  χορός Subst.  [choros, xoros]

{der}    Subst.
(426)
Tanzerei (ugs.)
(0)

Etymologie zu χορός

χορός altgriechisch χορός ίσως χέρι ή χῶρος


GriechischDeutsch
Ορισμένες από αυτές τις άυλες πολιτισμικές αξίες, όπως η χειροτεχνία, η μουσική, οι προφορικές παραδόσεις, τα έθιμα, οι γλώσσες, οι χοροί, οι τελετουργίες, οι γιορτές, η παραδοσιακή ιατρική και φαρμακοποιία, οι μαγειρικές τέχνες …, μπορούν να αποτελέσουν αναπόσπαστα στοιχεία ορισμένων νέων μορφών κοινωνικά βιώσιμου τουρισμού.Einige dieser immateriellen Bestandteile der Kultur können wichtige Komponenten neuer Formen eines sozial nachhaltigen Tourismus sein, z.B. Handwerkskunst, Musik, mündliche Überlieferungen, Gebräuche, Sprachen, Tänze, rituelle Handlungen, Feste, traditionelle Heil‑ und Arzneimittelkunde, Kochkunst usw. Ebenso können Sportveranstaltungen ein idealer Anlass für eine Reise und das Kennenlernen der Kultur anderer Völker sein.

Übersetzung bestätigt

Ορισμένες από αυτές τις άυλες πολιτισμικές αξίες, όπως η χειροτεχνία, η μουσική, οι προφορικές παραδόσεις, τα έθιμα, οι γλώσσες, οι χοροί, οι τελετουργίες, οι γιορτές, η παραδοσιακή ιατρική και φαρμακοποιία, οι μαγειρικές τέχνες …, μπορούν να αποτελέσουν αναπόσπαστα στοιχεία ορισμένων νέων μορφών κοινωνικά βιώσιμου τουρισμού.Einige dieser immateriellen Bestandteile der Kultur können wich­tige Komponenten neuer Formen eines sozial nachhaltigen Tourismus sein, z.B. Hand­werks­kunst, Musik, mündliche Überlieferungen, Gebräuche, Sprachen, Tänze, rituelle Handlungen, Feste, traditionelle Heil‑ und Arzneimittelkunde, Kochkunst usw. Ebenso können Sport­veran­staltungen ein idealer Anlass für eine Reise und das Kennenlernen der Kultur anderer Völker sein.

Übersetzung bestätigt

Να ενθαρρυνθεί η προώθηση του τουρισμού υγείας και ευεξίας, του ιαματικού τουρισμού, του εκπαιδευτικού τουρισμού, του πολιτιστικού τουρισμού —ιδιαίτερα σε συνδυασμό με περιφερειακά φεστιβάλ και παραστάσεις (όπερα, θέατρο, χορός, συναυλίες κλπ.), καθώς και με πολιτιστικές εκδηλώσεις όπως εκθέσεις—, του συνεδριακού, του οινοποιητικού-γαστρονομικού, του ιστορικού, θρησκευτικού, του αγροτουρισμού, του τουρισμού που αξιοποιεί τη θάλασσα, με ανάδειξη και διατήρηση των πολιτιστικών παραδόσεων και της γαστρονομίας·Förderung des Gesundheitsund Wellness-Tourismus, des Kurtourismus, des Bildungs­tourismus, des Kulturtourismus insbesondere der regionalen Festspiele und Aufführungen (Oper, Theater, Tanz, Konzerte etc.) sowie von Kulturveranstaltungen wie z.B. Ausstel­lungen, des Kongresstourismus, des weinund gastronomieorientierten Touris­mus, des Geschichtstourismus, des Glaubenstourismus, des Agrotourismus, des Meerestourismus unter Betonung und Respektierung der kulturellen Traditionen und der Gastronomie;

Übersetzung bestätigt

Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου επαινεί την κοινοτική δημοσιονομική μέθοδο και όντως η μέθοδος αυτή οδήγησε τελικά σε συμφωνία, όμως ο ετήσιος "χορός" του προϋπολογισμού αποτελεί τελικά μία κάπως παράλογη διαδικασία.Der Ratspräsident rühmt das Haushaltsverfahren der Gemeinschaft, und es trifft zu, dass dieses Verfahren letztendlich immer wieder zu einer Einigung führt, den jährlichen Tanz um den Haushalt aber halte ich dennoch insbesondere für einen etwas irrationalen Prozess.

Übersetzung bestätigt

Νύχτα στο : καμπαρέ, χορός, χορεύτριες με φτερά, όπως αρμόζει.Eine Nacht im : Varieté, Tanz, Oben-ohne-Tänzerinnen, mit Federn, wie es sich gehört.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung



Griechische Definition zu χορός

χορός ο [xorós] : 1.συντονισμένες ρυθμικές κινήσεις των ποδιών και ολόκληρου του σώματος, που συνήθ. συνοδεύονται από μουσική ή και τραγούδι και που εκτελούνται από ένα μόνο πρόσωπο, από ζευγάρια ή από ομάδα προσώπων: Λαϊκός / δημοτικός / κλασικός / θρησκευτικός / τελετουργικός / πολεμικός χορός. Kυκλικός χορός. Ο χορός της κοιλιάς*. Ελληνικοί / ευρωπαϊκοί χοροί. Bήματα / φιγούρες ενός χορού. (έκφρ.) μπαίνω στο χορό / πιάνω / στήνω το χορό, αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους χορευτές. ανοίγω το χορό, αρχίζω πρώτος να χορεύω. σέρνω* το χορό. ΦΡ μπαίνω στο χορό, αναλαμβάνω ένα έργο, ανακατεύομαι σε μια υπόθεση δύσκολη ή χρονοβόρα. και ο χορός καλά κρατεί, για να δηλώσουμε ότι μια δυσάρεστη κατάσταση εξακολουθεί να ισχύει. ο χορός του Hσαΐα, ο γάμος. ο χορός του Zαλόγγου, για απεγνωσμένη ενέργεια. ΠAΡ ΦΡ τώρα που μπήκε στο χορό θα χορέψει*. ΠAΡ Όποιος είναι έξω απ΄ το χορό πολλά τραγού δια ξέρει / λέει, εύκολα κρίνει και κατακρίνει κανείς, όταν δεν ξέρει τις δυσκολίες μιας δουλειάς ή μιας κατάστασης. || με γενική ουσιαστικού, για να δηλώσουμε την πληθώρα: χορός εκατομμυρίων / ανατιμήσεων κτλ. || κοσμι κή συγκέντρωση με χορό: Aποκριάτικος / φιλανθρωπικός χορός. χορός μεταμφιεσμένων. Δίνω χορό. Kαλώ σε χορό. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback