χολή altgriechisch χολή indoeuropäisch (Wurzel) *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
τη μεταβολική ισορροπία μετά την εφάπαξ χορήγηση της δραστικής ουσίας στην προτεινόμενη δοσολογία χρήσης (συνολική ποσότητα που αντιστοιχεί στην ημερήσια πρόσληψη) και, πιθανώς, μετά τη χορήγηση πολλαπλής δόσης (εάν αιτιολογείται) προκειμένου να υπολογιστεί χονδρικά η ταχύτητα και ο βαθμός απορρόφησης, κατανομής (πλάσμα/αίμα) και απέκκρισης (ούρα, χολή, κόπρανα, γάλα ή αυγά, εκπνεόμενος αέρας, απέκκριση μέσω σπάραχνων) σε αρσενικά και θηλυκά, κατά περίπτωση, και | Untersuchung zum metabolischen Gleichgewicht nach Verabreichung einer Einzeldosis des Wirkstoffs in Höhe der vorgesehenen Dosierung (Gesamtmenge entspricht der täglichen Dosis) sowie gegebenenfalls einer Mehrfachdosis (wenn gerechtfertigt) zwecks Bewertung der ungefähren Resorptionsgeschwindigkeit und der resorbierten Menge, der Verteilung (Plasma/Blut) und der Ausscheidung (Urin, Galle, Fäzes, Milch oder Eier, Galle, Ausatemluft, Ausscheidung über Kiemen) bei männlichen und weiblichen Tieren und Übersetzung bestätigt |
Οι αδένες, άλλα ζωικά προϊόντα και η χολή περιλαμβάνονται στον κωδικό αυτόν. | Drüsen, andere tierische Erzeugnisse und Galle fallen darunter. Übersetzung bestätigt |
Άμβρα (ζωικό ήλεκτρο), καστόριο, ζήβεθο και μόσχος, κανθαρίδες, χολή έστω και αποξεραμένη. | Graue Ambra, Bibergeil, Zibet und Moschus, Kanthariden; Galle, auch getrocknet; Übersetzung bestätigt |
Άμβροι (ζωικό ήλεκτρο), καστόριο, ζήβεθο και μόσχος· κανθαρίδες· χολή, έστω και αποξεραμένη· αδένες και άλλες ουσίες ζωικής προέλευσης που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων, νωπά, διατηρημένα με απλή ψύξη, κατεψυγμένα ή αλλιώς διατηρημένα κατά τρόπο προσωρινό | Graue Ambra, Bibergeil, Zibet und Moschus; Kanthariden; Galle, auch getrocknet; Drüsen und andere tierische Stoffe, die zur Herstellung von Arzneiwaren verwendet werden, frisch, gekühlt, gefroren oder auf andere Weise vorläufig haltbar gemacht, Mate Übersetzung bestätigt |
Οι αδένες, άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης και η χολή υπάγονται στον κωδικό αυτόν. | Eingeschlossen sind Drüsen, andere tierische Erzeugnisse und Galle. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
χοληστερίνη |
χοληστερόλη |
χοληφόρος -ος -ο |
χοληδόχος κύστη |
Deutsche Synonyme |
---|
Gallenblase |
Galle |
χολή η [xolí] : 1α.πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι, συγκεντρώνεται στη χοληδόχο κύστη και χύνεται στο έντερο, για να διευκολύνει την πέψη: Πικρός σαν χολή. ΦΡ αντί του μάννα* χολή. ποτίζω* κπ. με χολή. β. η κύστη που περιέχει τη χολή: Tον χειρούρ γησαν για να του αφαιρέσουν τη χολή. Έχει πέτρες στη χολή, χολολιθίαση. ΦΡ (μου) έσπασε / (μου) κόπηκε η χολή μου (από φόβο), τρόμαξα πάρα πολύ. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.