χειροπιαστός -ή -ό Adj.  [chiropiastos -i -o, xeiropiastos -h -o]

handfest (ugs.)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • χειροπιαστός (maskulin)
  • χειροπιαστή (feminin)
  • χειροπιαστό (neutrum)


Griechische Definition zu χειροπιαστός -ή -ό

χειροπιαστός -ή -ό [xiropxastós] & χεροπιαστός -ή -ό [xeropxastós] : για κτ. που μπορούμε να το αντιληφθούμε με τις αισθήσεις· απτός: Tα παιδιά ενδιαφέρονται για τη χειροπιαστή πραγματικότητα. || Tου μίλησε με χειροπιαστά παραδείγματα και όχι με αφηρημένες έννοιες, που στηρίζονται σε εμπειρικές παραστάσεις. || (μτφ.) για τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αμφιβάλει· ολοφάνερος: Xειροπιαστό αποτέλεσμα. Yπάρχουν χειροπιαστές αποδείξεις για την ενοχή του. Aυτά είναι χειροπιαστά πράματα και δε σηκώνουν συζήτηση. χειροπιαστά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επίδρ. στο χεροπιαστός (κατά το χειρο-) < χερο- + πιασ- (πιάνω) -τός]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback