χαμογελώ Verb  [chamogelo, chamojelo, xamogelw]

  Verb
(28)

Etymologie zu χαμογελώ

χαμογελώ mittelgriechisch ὑπογελῶ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε χαμο- (χάμω) + γελώ


GriechischDeutsch
Κάθε φορά που έρχομαι εδώ πρέπει να χαμογελώ.Jedes Mal, wenn ich hierherkomme, muss ich lächeln.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
μειδιώ
υπομειδιώ
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu χαμογελώ

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
χαμογελάω, χαμογελώχαμογελάμε, χαμογελούμε
χαμογελάςχαμογελάτε
χαμογελάει, χαμογελάχαμογελάν(ε), χαμογελούν(ε)
Imper
fekt
χαμογελούσα, χαμογέλαγαχαμογελούσαμε, χαμογελάγαμε
χαμογελούσες, χαμογέλαγεςχαμογελούσατε, χαμογελάγατε
χαμογελούσε, χαμογέλαγεχαμογελούσαν(ε), χαμογέλαγαν, χαμογελάγανε
Aoristχαμογέλασαχαμογελάσαμε
χαμογέλασεςχαμογελάσατε
χαμογέλασεχαμογέλασαν, χαμογελάσαν(ε)
Perf
ekt
έχω χαμογελάσειέχουμε χαμογελάσει
έχεις χαμογελάσειέχετε χαμογελάσει
έχει χαμογελάσειέχουν χαμογελάσει
Plu
perf
ekt
είχα χαμογελάσειείχαμε χαμογελάσει
είχες χαμογελάσειείχατε χαμογελάσει
είχε χαμογελάσειείχαν χαμογελάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα χαμογελάω, θα χαμογελώθα χαμογελάμε, θα χαμογελούμε
θα χαμογελάςθα χαμογελάτε
θα χαμογελάει, θα χαμογελάθα χαμογελάν(ε), θα χαμογελούν(ε)
Fut
ur
θα χαμογελάσωθα χαμογελάσουμε, θα χαμογελάσομε
θα χαμογελάσειςθα χαμογελάσετε
θα χαμογελάσειθα χαμογελάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω χαμογελάσειθα έχουμε χαμογελάσει
θα έχεις χαμογελάσειθα έχετε χαμογελάσει
θα έχει χαμογελάσειθα έχουν χαμογελάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να χαμογελάω, να χαμογελώνα χαμογελάμε, να χαμογελούμε
να χαμογελάςνα χαμογελάτε
να χαμογελάει, να χαμογελάνα χαμογελάν(ε), να χαμογελούν(ε)
Aoristνα χαμογελάσωνα χαμογελάσουμε, να χαμογελάσομε
να χαμογελάσειςνα χαμογελάσετε
να χαμογελάσεινα χαμογελάσουν(ε)
Perfνα έχω χαμογελάσεινα έχουμε χαμογελάσει
να έχεις χαμογελάσεινα έχετε χαμογελάσει
να έχει χαμογελάσεινα έχουν χαμογελάσει
Imper
ativ
Presχαμογέλα, χαμογέλαγεχαμογελάτε
Aoristχαμογέλασε, χαμογέλαχαμογελάστε
Part
izip
Presχαμογελώντας
Perfέχοντας χαμογελάσει
InfinAoristχαμογελάσει





Griechische Definition zu χαμογελώ

χαμογελώ [xamojeló] & -άω .4α : 1.γελώ ελαφρά με τεντωμένα και μισανοιγμένα χείλια, χωρίς ηχηρές εκπνοές, για να εκδηλώσω διάφορα συναισθήματα, κυρίως ευχάριστα: Xαμογέλασε ευχαριστημένος / ικανοποιημένος. Tου χαμογέλασε γλυκά / ειρωνικά / περιφρονητικά. Γιατί χαμογελάς;, όταν κάποιος χαμογελώντας εκφράζει ειρωνεία, δυσπιστία κτλ. Xαμογελάστε παρακαλώ, προτροπή φωτογράφου στον πελάτη. ΦΡ του χαμογέλασε η τύχη / η ζωή, τον ευνόησε. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback