φονεύω Verb  [fonevo, foneyw]

Noch keine Übersetzung :(

Du suchst nach einem Wort oder einer Übersetzung?

Wir helfen dir gerne in unserem Forum: Greeklex Forum!

Etymologie zu φονεύω

φονεύω altgriechisch φονεύω φονεύς


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu φονεύω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φονεύωφονεύουμε, φονεύομεφονεύομαιφονευόμαστε
φονεύειςφονεύετεφονεύεσαιφονεύεστε, φονευόσαστε
φονεύειφονεύουν(ε)φονεύεταιφονεύονται
Imper
fekt
φόνευαφονεύαμεφονευόμουν(α)φονευόμαστε
φόνευεςφονεύατεφονευόσουν(α)φονευόσαστε
φόνευεφόνευαν, φονεύαν(ε)φονευόταν(ε)φονεύονταν
Aoristφόνευσαφονεύσαμεφονεύτηκα, φονεύθηκαφονευτήκαμε, φονευθήκαμε
φόνευσεςφονεύσατεφονεύτηκες, φονεύθηκεςφονευτήκατε, φονευθήκατε
φόνευσεφόνευσαν, φονεύσαν(ε)φονεύτηκε, φονεύθηκεφονεύτηκαν, φονευθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φονεύσει
έχω φονευμένο
έχουμε φονεύσει
έχουμε φονευμένο
έχω φονευτεί/φονευθεί
είμαι φονευμένος, -η
έχουμε φονευτεί/φονευθεί
είμαστε φονευμένοι, -ες
έχεις φονεύσει
έχεις φονευμένο
έχετε φονεύσει
έχετε φονευμένο
έχεις φονευτεί/φονευθεί
είσαι φονευμένος, -η
έχετε φονευτεί/φονευθεί
είστε φονευμένοι, -ες
έχει φονεύσει
έχει φονευμένο
έχουν φονεύσει
έχουν φονευμένο
έχει φονευτεί/φονευθεί
είναι φονευμένος, -η, -ο
έχουν φονευτεί/φονευθεί
είναι φονευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φονεύσει
είχα φονευμένο
είχαμε φονεύσει
είχαμε φονευμένο
είχα φονευτεί/φονευθεί
ήμουν φονευμένος, -η
είχαμε φονευτεί/φονευθεί
ήμαστε φονευμένοι, -ες
είχες φονεύσει
είχες φονευμένο
είχατε φονεύσει
είχατε φονευμένο
είχες φονευτεί/φονευθεί
ήσουν φονευμένος, -η
είχατε φονευτεί/φονευθεί
ήσαστε φονευμένοι, -ες
είχε φονεύσει
είχε φονευμένο
είχαν φονεύσει
είχαν φονευμένο
είχε φονευτεί/φονευθεί
ήταν φονευμένος, -η, -ο
είχαν φονευτεί/φονευθεί
ήταν φονευμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φονεύωθα φονεύουμε, θα φονεύομεθα φονεύομαιθα φονευόμαστε
θα φονεύειςθα φονεύετεθα φονεύεσαιθα φονεύεστε, θα φονευόσαστε
θα φονεύειθα φονεύουν(ε)θα φονεύεταιθα φονεύονται
Fut
ur
θα φονεύσωθα φονεύσουμε, θα φονεύσομεθα φονευτώ, θα φονευθώθα φονευτούμε, θα φονευθούμε
θα φονεύσειςθα φονεύσετεθα φονευτείς, θα φονευθείςθα φονευτείτε, θα φονευθείτε
θα φονεύσειθα φονεύσουν(ε)θα φονευτεί, θα φονευθείθα φονευτούν(ε), θα φονευθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φονεύσει
θα έχω φονευμένο
θα έχουμε φονεύσει
θα έχουμε φονευμένο
θα έχω φονευτεί/φονευθεί
θα είμαι φονευμένος, -η
θα έχουμε φονευτεί/φονευθεί
θα είμαστε φονευμένοι, -ες
θα έχεις φονεύσει
θα έχεις φονευμένο
θα έχετε φονεύσει
θα έχετε φονευμένο
θα έχεις φονευτεί/φονευθεί
θα είσαι φονευμένος, -η
θα έχετε φονευτεί/φονευθεί
θα είστε φονευμένοι, -ες
θα έχει φονεύσει
θα έχει φονευμένο
θα έχουν φονεύσει
θα έχουν φονευμένο
θα έχει φονευτεί/φονευθεί
θα είναι φονευμένος, -η, -ο
θα έχουν φονευτεί/φονευθεί
θα είναι φονευμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φονεύωνα φονεύουμε, να φονεύομενα φονεύομαινα φονευόμαστε
να φονεύειςνα φονεύετενα φονεύεσαινα φονεύεστε, να φονευόσαστε
να φονεύεινα φονεύουν(ε)να φονεύεταινα φονεύονται
Aoristνα φονεύσωνα φονεύσουμε, να φονεύσομενα φονευτώ, να φονευθώνα φονευτούμε, να φονευθούμε
να φονεύσειςνα φονεύσετενα φονευτείς, να φονευθείςνα φονευτείτε, να φονευθείτε
να φονεύσεινα φονεύσουν(ε)να φονευτεί, να φονευθείνα φονευτούν(ε), να φονευθούν(ε)
Perfνα έχω φονεύσει
να έχω φονευμένο
να έχουμε φονεύσει
να έχουμε φονευμένο
να έχω φονευτεί/φονευθεί
να είμαι φονευμένος, -η
να έχουμε φονευτεί/φονευθεί
να είμαστε φονευμένοι, -ες
να έχεις φονεύσει
να έχεις φονευμένο
να έχετε φονεύσει
να έχετε φονευμένο
να έχεις φονευτεί/φονευθεί
να είσαι φονευμένος, -η
να έχετε φονευτεί/φονευθεί
να είστε φονευμένοι, -ες
να έχει φονεύσει
να έχει φονευμένο
να έχουν φονεύσει
να έχουν φονευμένο
να έχει φονευτεί/φονευθεί
να είναι φονευμένος, -η, -ο
να έχουν φονευτεί/φονευθεί
να είναι φονευμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφόνευεφονεύετεφονεύεστε
Aoristφόνευσεφονεύστε, φονεύσετεφονεύσουφονευτείτε, φονευθείτε
Part
izip
Presφονεύονταςφονευόμενος
Perfέχοντας φονεύσει, έχοντας φονευμένοφονευμένος, -η, -οφονευμένοι, -ες, -α
InfinAoristφονεύσειφονευτεί, φονευθεί



Griechische Definition zu φονεύω

φονεύω [fonévo] -ομαι : (λόγ.) σκοτώνω1: Ου φονεύσεις, μία από τις Δέκα Εντολές.

[λόγ. < αρχ. φονεύω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback