{το}  φθινόπωρο Subst.  [fthinoporo, fthinopwro]

{der}    Subst.
(2376)

Etymologie zu φθινόπωρο

φθινόπωρο altgriechisch φθινόπωρον φθίνω (=λιγοστεύω) + ὀπώρα (=φρούτο)


GriechischDeutsch
Εξάλλου, τα δεδομένα που προσκόμισε η Ιταλία δεν επιτρέπουν να συναγάγει κανείς τον εξαιρετικό χαρακτήρα της ξηρασίας, αλλά μάλλον τον χρόνιο χαρακτήρα της: από το φθινόπωρο του 1999 (με εξαίρεση τον Νοέμβριο του 2001), υπήρξε μια μακρά περίοδος ξηρασίας.Im Übrigen lässt sich aus den von Italien vorgelegten Zahlen nicht auf den außergewöhnlichen Charakter der Dürre schließen, sondern vielmehr auf einen chronischen Charakter: Seit dem Herbst 1999 herrschte (mit Ausnahme des Novembers 2001) eine lang anhaltende Dürre vor.

Übersetzung bestätigt

Η IFB πούλησε το φθινόπωρο του 2006 την εκ 30 % συμμετοχή της στην εταιρία Nord France Terminal International OU (εφεξής NFTI-ou) στην εταιρία CMA-CGM.IFB verkaufte ihre Beteiligung von 30 % an der Gesellschaft Nord France Terminal International OU (im Folgenden: NFTI-ou) im Herbst 2006 an CMA-CGM.

Übersetzung bestätigt

Επιστημονικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο: το φθινόπωρο του 2009 θα πραγματοποιηθεί δεύτερη σύνοδος του Επιστημονικού Συμβουλευτικού Συμβουλίου στη Χάγη.Wissenschaftlicher Beirat: Im Herbst 2009 wird die zweite Tagung des Wissenschaftlichen Beirats in Den Haag stattfinden.

Übersetzung bestätigt

Δεν διασπείρεται ζωική κοπριά το φθινόπωρο, πριν από την καλλιέργεια χόρτου.Vor der Ansaat von Gras im Herbst darf kein Tierdung ausgebracht werden.

Übersetzung bestätigt

Λόγω κατά κύριο λόγο των απροσδόκητα ισχυρών επιπτώσεων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε από το φθινόπωρο 2007 και ύστερα, το PBR παρουσίασε έντονη αναθεώρηση των μεσοπρόθεσμων μακροοικονομικών προβολών προς τα κάτω.Unter anderem aufgrund der unerwartet starken negativen Auswirkungen der ab dem Herbst 2007 eingetretenen weltweiten Finanzkrise wurden die mittelfristigen makroökonomischen Projektionen darin deutlich nach unten korrigiert.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
χινόπωρο
μετόπωρον
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Herbst



Griechische Definition zu φθινόπωρο

φθινόπωρο το [fθinóporo] : α. (αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, ανάμεσα στο καλοκαίρι και στο χειμώνα, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Σεπτεμβρίου και τελειώνει στις 20 ή 21 Δεκεμβρίου. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Nοέμβριο: Zεστό / βροχερό / πρώιμο φθινόπωρο. Tο φθινόπωρο είναι η εποχή του οργώματος / που πέφτουν τα φύλλα των δέντρων. || (μτφ.): Tο φθινόπωρο της ζωής, η ηλικία που αρχίζουν τα γηρατειά. β. κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου: Tα σταφύλια ωριμάζουν το φθινόπωρο.

[λόγ. < αρχ. φθινόπωρον]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback