φακός altgriechisch φακός αλλά όχι άμεση καταγωγή, απέδωσαν ως φακή οι Γάλλοι το Augmentativ φακό λόγω του σχήματός του όταν πρωτοκατσκευάστηκε (lentille) και οι λόγιοι απενέφεραν τη λέξη φακός εννοώντας το σχήμα της φακής
Griechisch | Deutsch |
---|---|
΄Εξοδοι κινδύνου, φωτισμός και επιγραφές, Ηλεκτρικοί φακοί | Notausstiege, Beleuchtung und Markierung, Taschenlampen Übersetzung bestätigt |
Λοιπόν... 'όλοι οι φακοί είναι εκεί, σωστά? | Ok. Alle Taschenlampen sind dann noch dort im Raum, oder? Übersetzung nicht bestätigt |
Κι αυτός είναι ένας μικρός φακός απο ένα σπασμένο φανάρι. | Das hier ist eine kleine Birne aus einer kaputten Taschenlampe. Übersetzung nicht bestätigt |
Οι γεννήτριες έκτακτης ανάγκης δεν λειτούργησαν -δεν υπήρχε ούτε φακός, ούτε φαναράκι, ούτε κερί. | Die Notfallgeneratoren sprangen nicht an -es gab keine Taschenlampe, keine Laterne, keine Kerze. Übersetzung nicht bestätigt |
Ούτε ένα κερί, ούτε ένας φακός. | Keine Kerze, keine Taschenlampe. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Taschenlampe | die Taschenlampen |
Genitiv | der Taschenlampe | der Taschenlampen |
Dativ | der Taschenlampe | den Taschenlampen |
Akkusativ | die Taschenlampe | die Taschenlampen |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | das Brennglas | die Brenngläser |
Genitiv | des Brennglases | der Brenngläser |
Dativ | dem Brennglas dem Brennglase | den Brenngläsern |
Akkusativ | das Brennglas | die Brenngläser |
φακός ο [fakós] : 1. (φυσ.) αντικείμενο από γυαλί ή από άλλο διαφανές υλικό, που ορίζεται από δύο καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) επιφάνειες ή από συνδυασμό καμπύλης και επίπεδης επιφάνειας και που, μέσο της διάθλασης των διερχόμενων ακτίνων φωτός, σχηματίζει είδωλο (μικρότερο, ίσοή μεγαλύτερο από το πραγματικό): Kυρτός / επίπεδος / κοίλος / αμφίκυρτος / επιπεδόκυρτος φακός. Mεγεθυντικός / ευρυγώνιος / παραμορφωτικός / πρισματικός φακός. Συγκλίνων* / αποκλίνων* φακός. H εστία του φακού. Φωτογραφικός φακός, που είναι προσαρμοσμένος στη φωτογραφική μηχανή: Mου έπεσε η μηχανή κι έσπασε ο φακός της. || (ανατ.) κρυσταλλοειδής φακός, αμφίκυρτος διαθλαστικός φακός, που βρίσκεται πίσω από την ίριδα του ματιού. || (ηλεκτρον.) ηλεκτρονικός φακός, σύστημα που προκαλεί τη σύγκλιση δέσμης φορτισμένων σωματιδίων και που χρησιμοποιείται κυρίως στα ηλεκτρονικά μικροσκόπια. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.